Ἀλλὰ πρωτύτερα, ὁπόταν αὐτὴ ἤκουσεν, ὅτι ὁ Σίμων ὁ Φαρισαῖος τὸν ἐκάλεσεν, ἐχάρη πολὺ καὶ τρέχουσα μὲ πολλὴν σπουδὴν εἰς τοὺς μυρεψοὺς διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἓν ὑάλινον ἀγγεῖον μὲ μύρον, ἔλεγεν εἰς τὸν λογισμόν της· νὰ ἀγοράσω μύρον δίδουσα πολλὰ χρήματα διὰ νὰ εἶναι πολύτιμον καὶ ἐκλεκτόν. Καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν μυρεψὸν τοῦ λέγει· «Δός μου μοι μύρον ἐκλεκτόν, βασιλικόν, τίμιον· διότι Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ τὸ προσφέρω, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους».
Ἀποκρίνεται ὁ μυρεψὸς καὶ τῆς λέγει· «Ὦ γύναι, μεγάλα καὶ δυνατὰ λόγια εἶπες· ποῖος ἀπ’ ὅλους τοὺς κατοικοῦντας τὴν χώραν μας δὲν σὲ γνωρίζει ὅτι ἔχεις πολλοὺς ἀγαπητικούς; Εἰς ποῖον λοιπὸν ἀπ’ ὅλους βούλεσαι νὰ φέρῃς τὸ μύρον τὸ βασιλικὸν καὶ ἐκλεκτόν; Τί δύναται ἐκεῖνος νὰ σοῦ ἀντιχαρίσῃ διὰ τὸ μύρον, τὸ ὁποῖον βούλεσαι νὰ ἀγοράσῃς διὰ τοσαύτης μεγάλης τιμῆς; Ἐγὼ γνωρίζω ὅλους τοὺς ἀγαπητικούς σου, ἀλλὰ κανεὶς δὲν δύναται ἀπ’ αὐτοὺς νὰ σοῦ ἀνταποδώσῃ τοιοῦτον δώρημα. Διὰ τὸ μύρον, τὸ ὁποῖον ζητεῖς νὰ σοῦ δώσω νὰ τὸ ὑπάγῃς, ἀληθῶς θέλω καὶ ἐγὼ νὰ πωλήσω, ἀλλὰ περισσότερον ἤθελον νὰ μάθω εἰς ποῖον ἀπ’ αὐτοὺς θὰ τὸ προσφέρῃς μὲ τόσην σπουδὴν καὶ ταραχήν; Μήπως ἆρά γε εἶναι ἀπὸ βασιλικὸν γένος αὐτὸς ὁ ἀγαπητικός σου ἢ υἱὸς μεγάλου τινὸς ἀνθρώπου; Μήπως πάλιν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Δαβίδ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλος μεγαλύτερος βασιλεὺς εἰς τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ; Μήπως εἶναι γένος αὐτοῦ, ὁ ἀγαπητικός σου, ὦ γύναι;».
Τότε ἀποκρίνεται ἡ θαυμαστὴ γυνὴ καὶ τοῦ λέγει· «Φοβήσου, ἄνθρωπε, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ δός μοι τὸ ἀγγεῖον με τὸ μύρον, διὰ νὰ φθάσω τάχιστα ἐκεῖ, ὅπου θέλω. Ὁρκίζω σε εἰς τὸ Θεόν, ὅστις ἔδωσε τόσην δύναμιν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ ἔσχισε μὲ τὴν ράβδον του τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν καὶ ἐστάθησαν τὰ ὕδατα ὡς τοῖχος εἰς τὸ ἓν μέρος καὶ εἰς τὸ ἄλλο καὶ ἐπέρασεν ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων εἰς τὴν ἔρημον· ὁρκίζω σε εἰς τὰ ἅγια ὀστᾶ, τὰ ὁποῖα ἐβάσταζεν ὁ Μωϋσῆς διερχόμενος τὴν θάλασσαν· ὁρκίζω σε εἰς τὰ λείψανα τοῦ ἀθλοφόρου Ἰωσήφ· δός μοι λοιπὸν τὸ ἀγγεῖον τοῦ μύρου καὶ λάβε ὅσην πληρωμὴν θέλεις, μόνον νὰ εἶναι τῆς ἀρεσκείας μου καὶ ἄφησόν με διὰ νὰ ἴδω τάχιστα τὸν μέγαν μου ἀγαπητικὸν τὸν ἀμόλυντον». Λέγει πάλιν ὁ μυρεψός· «Βλέπω τὴν πολλὴν τιμὴν τοῦ μύρου καὶ θαυμάζω καὶ τὶ βλάπτει, ὦ γύναι, ἐὰν μοῦ εἴπῃς ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ ἀγαπητικός σου, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχεις τόσην πολλὴν ἀγάπην; Διότι εἰς τόσην πολλὴν ἀγάπην ἔφερες καὶ ἐμὲ καὶ ἐπιθυμῶ νὰ τὸν ἴδω, ποῖος εἶναι».