Λόγος περὶ τῆς ΠΟΡΝΗΣ ἥτις ἤλειψε μὲ μύρον τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου, διασκευὴ ἐκ τῶν Λόγων τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλως τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἀπεκρίθη ἡ γυνή· «Τί μὲ βιάζεις, ὦ ἄνθρωπε, νὰ σοῦ εἴπω ποῖος εἶναι, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μάθῃς; Δὲν βλέπεις, πῶς καίεται ἡ καρδία μου καὶ ἡ ψυχή μου πότε νὰ τὸν ἴδω, διὰ νὰ μὲ γεμίσῃ χαρὰν καὶ φοβοῦμαι μήπως παρέλθῃ ὁ καιρὸς καὶ δὲν θέλω εὕρει ἄλλον ἰατρὸν παρόμοιον τούτου! Τί μὲ βιάζεις, ὦ ἄνθρωπε, νὰ σοῦ εἴπω τὰ κρύφια τῆς καρδίας μου; Ἐγὼ μύρον ἦλθον νὰ ἀγοράσω καὶ ὄχι νὰ πολυλογῶ μὲ σέ· δός μοι τὸ ἀγγεῖον καὶ λάβε τὴν τιμήν του διὰ νὰ ὑπάγω».

Βλέπουσα ὅμως ἡ γυνὴ τὴν πολλὴν ἐξέτασιν τοῦ νέου ἐκείνου, τὴν ὁποίαν ἔκαμνεν εἰς αὐτήν, τοῦ λέγει καὶ πάλιν· «Ἐγὼ μοῦ φαίνεται, ὦ ἄνθρωπε, ὅτι εἰς οὐδένα ἀπὸ τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν χώραν μας διαφεύγουν ὅσα ἄτοπα ἔκαμα, μιαίνουσα καθ’ ἑκάστην τοὺς ἀνθρώπους διὰ πορνείας καὶ ἀσωτείας. Ὅσους ἄλλους ἐκυνήγησα εἰς ἁμαρτίαν εἶναι ἀναρίθμητοι. Καὶ λοιπὸν ὡς εἶδα αἰφνιδίως ἐκεῖνον τὸν ἅγιον ἰατρόν, ὁ ὁποῖος τώρα εἰς τὸν καιρόν μας ἐφάνη εἰς τὴν γῆν, παρευθὺς ἡ ψυχή μου ἔγινε δεδουλωμένη καὶ αἰχμάλωτος ὀπίσω τῆς ἀμολύντου Μορφῆς Του, διότι εἶδα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἰατρείας φοβερὰς καὶ σημεῖα ὑπερθαυμάσια καὶ πολλὴν συμπάθειαν εἰς Αὐτόν. Ἁμαρτωλοὺς δέχεται, τελώνας πλησιάζει, λεπροὺς καὶ ἀσεβεῖς συναναστρέφεται καὶ δὲν τοὺς ἀποδιώκει, δὲν ὀργίζεται δι’ ἐκείνους, οἵτινες ὑπάγουν ἔμπροσθέν Του. Ἐπάνω δὲ εἰς ὅλα, νεκροὺς ἀνασταίνει καὶ πᾶσαν δαιμονικὴν φύσιν ἐκδιώκει ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους καὶ μὲ μόνον τὸν λόγον του κάμνει ὅλα αὐτά. Ἰδοῦσα δὲ ταῦτα ἐγώ, ἐτρόμαξα καὶ εἶπα εἰς τὸν διαλογισμόν μου· τί θέλω νὰ ζῶ ἐγὼ ἡ δυστυχὴς καὶ δὲν ὑπάγω πλησίον Του; Ἡ ἁμαρτία μου εἶναι πολλὴ καὶ μεγάλη, λοιπὸν μὴ ἀμελεῖς· διότι οὐδέποτε μέλλεις νὰ εὕρῃς ἄλλον τοιοῦτον καιρόν, οὔτε ἄλλον ἰατρὸν τόσον φιλάνθρωπον. Ἐγὼ οὕτω πιστεύω, ὅτι αὐτὸς εἶναι Θεός· ὁ φαινόμενος εἶναι μέγας ἐξουσιαστής· μόνον μὲ τὸν λόγον Του ὅλους ἰατρεύει, ἁμαρτίας συγχωρεῖ μὲ πᾶσαν ἐξουσίαν. Τοιοῦτον καιρὸν εὑροῦσα ἐγὼ καὶ τοιοῦτον ἰατρόν, χρεωστῶ νὰ μὴ ἀμελῶ διὰ τὴν ὑγείαν μου. Διὰ ταύτην τὴν ἀφορμὴν βιάζομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν τὸν καλὸν συγχωρητὴν τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μου, γνωρίζω, ὅτι ἡμάρτησα ἀμέτρητα, ἀλλὰ πρὸς τὸ πλῆθος τῆς εὐσπλαγχνίας Του προσπίπτω. Γνωρίζω τοῦτο ἀληθῶς, ὅτι μόνον ἂν τὸν πλησιάσω, παρευθὺς μὲ ἁγιάζει καὶ καθαρίζει ἀπὸ ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου· διότι εἶναι οὐράνιος καὶ ἀμόλυντος, εἶναι Χριστὸς ὁ Θεός. Ἄκουσον, ὦ νέε, σοῦ εἶπον ὅλα τὰ κρύφιά μου· δός μοι λοιπὸν τὸ μύρον, ὅτι πολλὴ ὥρα εἶναι ἀφ’ οὗ μὲ ἐμποδίζεις καὶ μὲ βιάζεις νὰ σοῦ λέγω».