Διδαχὴ εἰς τὴν Ε’ Κυριακὴν τῶν νηστειῶν περὶ Παραδείσου, Ἡλία Μηνιάτη, ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων, ἐλαφρῶς διασκευασθεῖσα κατὰ τὸ λεκτικόν.

ΟΙ ἄνθρωποι οἵτινες εἶναι καθολικὰ ἄδικοι, δίδουσι τὰς τιμὰς ἐκεῖ, ὅπου τοὺς φέρει ἢ ἡ φιλία ἢ ἡ συγγένεια. Ὁ Θεός, ὅστις εἶναι φυσικὰ δίκαιος, δίδει τὰς τιμὰς ἐκεῖ, ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἁξία. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τιμῶνται οἱ φίλοι ἢ οἱ συγγενεῖς· ἀπὸ τὸν Θεὸν τιμῶνται οἱ ἄξιοι· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ παρηγορία, τὴν ὁποίαν ἔχουσιν οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ὅταν ἀμελοῦνται ἢ καταφρονοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ἀναμένωσι τὸν μισθὸν τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὸν Θεόν. Τοῦτο δεικνύει φανερὰ εἰς ἡμᾶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὸ σημερινὸν ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Αὐτὸς ἀναβαίνει εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὑπάγει διὰ νὰ σταυρωθῇ ὁ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου, φαντάζονται, ὅτι ἐκεῖ ὑπάγει διὰ νὰ βασιλεύσῃ καὶ νικημένοι ἀπὸ φιλοτιμίαν, πρῶτα πέμπουσι τὴν μητέρα των νὰ μεσιτεύσῃ, ἔπειτα παρρησιάζονται καὶ αὐτοί. «Θέλομεν», λέγουσιν, «ὅταν γίνῃς Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ εἷς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ καθίσῃ ἐκ δεξιῶν σου καὶ ὁ ἄλλος ἐξ ἀριστερῶν σου, ἵνα ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς μέρος τῆς Βασιλείας σου»· «Δὸς ἡμῖν, ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθήσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι’ 37).

Ἀλλὰ τὶ ἄνθρωποι εἶναι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης; Φίλοι τοῦ Χριστοῦ, συγγενεῖς τοῦ Χριστοῦ· ὁ δὲ Χριστὸς τί τοὺς ἀποκρίνεται; Δὲν γνωρίζετε τὶ ζητεῖτε. «Οὐκ οἴδατε τὶ αἰτεῖσθε» (αὐτ. 38). Ἐγὼ εἶμαι δίκαιος Κριτής, δὲν δίδω τὰς τιμὰς κατὰ τὴν γνώμην μου δὲν τιμῶ τοὺς φίλους ἢ τοὺς συγγενεῖς τιμῶ τοὺς ἀξίους. Εἰς τὴν Βασιλείαν τὴν ἰδικήν μου, ὅστις κοπιάσῃ, λαμβάνει τὸν μισθόν ὅστις ἀγωνισθῇ κερδαίνει τὸν στέφανον· ὅστις φανῆ ἄξιος, ἔχει τὴν δόξαν· «τὸ δὲ καθῆσαι ἐκ δεξιῶν μου ἢ ἐξ εὐωνύμων μου, οὔκ ἐστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται» (αὐτ. 40). Ἀλλὰ ποῖος δὲν θέλει νὰ κοπιάσῃ; Ποῖος δὲν θέλει νὰ ἀγωνισθῇ, διὰ νὰ κερδήσῃ τὴν Βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τιμήν, διότι εἶναι ἀνεκτίμητος; Ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος, διότι εἶναι αἰώνιος; Τόσους κόπους, τόσους ἀγῶνας διὰ μίαν παραμικρὰν εὐτυχίαν τοῦ κόσμου τούτου, τὴν ὁποίαν καὶ πολὺ δύσκολον εἶναι νὰ τὴν ἀποκτήσωμεν καὶ πολὺ εὔκολον εἶναι νὰ τὴν χάσωμεν; Τόσην δὲ ἀμέλειαν καὶ τόσην ἀμεριμνίαν διὰ τὴν Βασιλείαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν, διὰ νὰ τὴν ἀποκτήσωμεν, φθάνει μόνον νὰ θέλωμεν; Ἂν δὲ τὴν κερδήσωμεν μίαν φοράν, δὲν τὴν χάνομεν ποτέ.