Ὁμιλία εἰς τὴν τριήμερον ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, μετηγμένη εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν κατ’ ἐλευθέραν μετάφρασιν.

Καὶ τότε μὲν τὸν προσεκύνουν χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὶ ἔπραττον· εἰς δὲ τὴν μέλλουσαν ἀνάστασιν ὅλα τὰ γένη τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν οὐρανίων Δυνάμεων καὶ τῶν καταχθονίων θὰ γονατίσουν ἐνώπιον Αὐτοῦ καὶ πᾶσα γλῶσσα θὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὑπάρχει Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν (Φιλιπ. β’ 10-11, Ρωμ. ιδ’ 11, Ἡσ. με’ 23).

Ἔχει δὲ ἡ χλαμὺς ἐκείνη καὶ ἄλλην σημασίαν· ἐσήμαινε δηλαδὴ ὄχι μόνον τὴν Βασιλείαν, ἀλλὰ καὶ τὴν αἱμοβορίαν καὶ τὴν φονικὴν μανίαν τῶν Ἰουδαίων. Ἔδωσαν δὲ καὶ κάλαμον εἰς τὴν χεῖρα Του, διὰ νὰ γραφῶσιν δι’ αὐτοῦ αἱ ἁμαρτίαι των. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττον οἱ χριστομάχοι, ἀγνοοῦντες ποῖος ἦτο Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐσταύρωνον, ἢ μᾶλλον διότι θεληματικῶς εἶχον τυφλωθῆ· ἡ κτίσις ὅμως δὲν ἠγνόησε τὸν δημιουργὸν καὶ Κύριον αὐτῆς. Διότι ὅταν ἀκόμη ὁ Σωτὴρ ἐκρέματο εἰς τὸν Σταυρόν, ὁ αἰσθητὸς ἥλιος, ἰδὼν τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης Χριστὸν νὰ ὑβρίζεται ὑπὸ τῶν παρανόμων Ἰουδαίων, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπῃ τὴν αὐθάδειαν αὐτήν, ἐκρύφθη καὶ ἐβύθισεν εἰς τὸ σκότος τὴν γῆν, ἐπειδὴ ἔκρινεν ὅτι ἦτο ἀπρεπὲς νὰ συνεργῇ εἰς τὸ ἔγκλημα καὶ νὰ φωτίζῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέπραττον τὴν μεγαλυτέραν ἀσέβειαν. Καὶ ὄχι μόνον ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὸ φῶς του, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ἐσείετο, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὴ ὑποφέρουσα τὴν παρανομίαν, ἡ ὁποία διεπράττετο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ δεικνύουσα καὶ διδάσκουσα, ὅτι ὁ Θεὸς ἦτο ὁ σταυρούμενος. Διὰ τοῦτο καὶ δὲν ὑπέφερε καὶ ἐστενοχωρεῖτο φέρουσα ἐπ’ αὐτῆς τοὺς θεομισήτους Ἰουδαίους.

Δὲν ἐρρύπανε τὴν γῆν τόσον πολὺ ὁ Κάϊν ὅταν ἐφόνευσε τὸν ἀδελφόν του, δὲν ἐβάρυνε τὴν γῆν τόσον πολὺ ἡ ἀσέβεια τῶν γιγάντων, ὅταν ἐπεχείρησαν νὰ κατασκευάσουν τὸν πύργον τῆς Βαβὲλ διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὸν οὐρανόν, δὲν τὴν ἐμόλυναν τόσον πολὺ οἱ Σοδομῖται μὲ τὰς ἀνοσιουργίας καὶ αἰσχρουργίας, τὰς ὁποίας διέπραττον, οὔτε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπὸ αὐτὴν ἔπλασαν τὰ εἴδωλα· δὲν τὴν ἐστενοχώρησε τόσον πολὺ τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρίου καὶ τοῦ Ἄβελ ὅταν ἐχύθη, ὅσον οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι ἐτόλμησαν νὰ διαπράξουν τὸ φοβερὸν ἐκεῖνο ἀνοσιούργημα. Διὰ τοῦτο ἐσχίζοντο καὶ αἱ πέτραι, διὰ νὰ μάθουν ὅτι Αὐτὸς τὸν ὁποῖον ἐκρέμασαν εἰς τὸν Σταυρὸν εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ζῶσα Πέτρα. Διότι, ὡς λέγει ἡ Γραφή, ἔπινον ἐκ τῆς πνευματικῆς πέτρας· ἡ δὲ πέτρα αὐτὴ ἦτο ὁ Χριστός (Α’ Κορ. ι’ 4).