Ὁμιλία εἰς τὴν τριήμερον ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΙΩΑΝΝΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, μετηγμένη εἰς τὴν ἁπλῆν Ἑλληνικὴν κατ’ ἐλευθέραν μετάφρασιν.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἰσέλθῃ ὁ ληστὴς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν χωρὶς νὰ βαπτισθῇ, ἦτο δὲ ἀνάγκη ὁ μετανοήσας νὰ μὴ στερηθῇ καὶ τοῦ Βαπτίσματος, ὁ Σωτὴρ ἀνέβλυσεν Ὕδωρ καὶ Αἷμα ἀπὸ τὴν πληγωμένην πλευράν του, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν ληστὴν ἀπὸ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα τὸν ἐβάρυνον καὶ νὰ ἀποδείξῃ ὅτι τὸ Αἷμα Αὐτοῦ ἀποτελεῖ τὴν σωτηρίαν τῶν ἐλπιζόντων εἰς Αὐτόν. Διότι ἐὰν τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ ἡ στάκτη τῆς θυσιαζομένης δαμάλεως ἡγίαζε τοὺς ραντιζομένους δι’ αὐτῶν καὶ ἔφερεν εἰς αὐτοὺς τὴν κάθαρσιν τῆς σαρκός, πόσον μᾶλλον τὸ Αἷμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ γίνεται μέσον σωτηρίας ὅλων ὁμοῦ τῶν Χριστιανῶν;

Ἐὰν λοιπὸν σοῦ εἴπῃ κάποιος ἐκ τῶν ἀπίστων· Διατὶ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός; Εἰπὲ εἰς αὐτόν· Διὰ νὰ σταυρώσῃ τὸν διάβολον. Καὶ ἐὰν σοῦ εἴπῃ· Διατί ἐσταυρώθη ἐπὶ ξύλου; Εἰπὲ εἰς αὐτόν· Διὰ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία, εἰς τὸν Παράδεισον, διὰ τοῦ ξύλου ἐβάρυνε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐὰν σοῦ εἴπῃ· Διατί ἐφόρεσε στέφανον ἐξ ἀκανθῶν; Εἰπὲ εἰς αὐτόν· Διὰ νὰ ἐκριζώσῃ τὰς ἀκάνθας καὶ τοὺς τριβόλους τοῦ Ἀδάμ· διότι ἐκεῖνος κατεδικάσθη νὰ στενάζῃ καὶ νὰ τρέμῃ καὶ νὰ καλλιεργῇ ἀκάνθας καὶ τριβόλους. Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος, καὶ ἤθελε νὰ φροντίσῃ διὰ τὸ ἰδικόν του πλάσμα, ὑπέστη ὅλα τὰ παθήματα πρὸς χάριν ἡμῶν, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς ἀπὸ τὴν καταδίκην.

Ὅπως δηλαδὴ ἐγεννήθη διὰ γυναικός, διὰ νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία διὰ τῆς γυνακὸς ἐβάρυνε τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἐστεφανώθη μὲ τὰς ἀκάνθας, ὥστε διὰ τῆς ἰδικῆς του ὑπακοῆς νὰ κάμῃ περισσότερον ἥμερον τὴν γῆν, ἡ ὁποία κακῶς ἐκαλλιεργήθη μὲ τὰς ἀκάνθας τῆς παρακοῆς. Ἐὰν δὲ σοῦ εἴπῃ διατί ἔπιεν ὄξος καὶ χολήν; Εἰπὲ εἰς αὐτόν· Διὰ νὰ ἐμέσωμεν ἡμεῖς τὸ θανατηφόρον δηλητήριον τοῦ δράκοντος, διότι ἡ χολὴ τὴν ὁποίαν ἔπιεν Ἐκεῖνος ἐγλύκανε τὸν πόνον τῆς ἰδικῆς μου πληγῆς καὶ τὸ ὄξος μὲ τὸ ὁποῖον ἐποτίσθη ἔγινεν ἰδικόν μου φάρμακον. Ἐὰν δὲ πάλιν σὲ ἐρωτήσῃ ὁ ἄπιστος, διατί ἐνεδύθη κοκκίνην χλαμύδα, καὶ διατί ἐγονάτιζον ἐνώπιόν του ὅσοι τὸν ἐπλησίαζον, εἰπὲ εἰς αὐτόν· Διὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν καὶ χωρὶς τὴν θέλησίν των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ διὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Βασιλείαν Αὐτοῦ ἔστω καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν ἐπὶ τῆς γῆς.