Κινήσας λοιπὸν ὁ ὑπήκοος μαθητὴς τοῦ καλοῦ ποιμένος, ἔφθασεν ἔξω τοῦ χωρίου ἐκείνου. Ἐκεῖ δὲ τὰ φιλόστοργα σπλάγχνα τόσον ἐθέρμαναν τὴν καρδίαν του, ὥστε ἔχυνε κρουνηδὸν δάκρυα· ὅμως δὲν ἐτόλμησεν ὄχι μόνον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ χωρίον, ἀλλ’ οὐδὲ νὰ τὸ ἴδῃ κἂν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, φοβούμενος τὸ ἁμάρτημα τῆς παρακοῆς. Παρακάμψας ὅθεν τὸ χωρίον ἐβάδιζεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ. Ἐκεῖ δὲ ὑπήντησέ τινα τῶν γνωρίμων αὐτοῦ, εἰς τὸ χωρίον εἰσερχόμενον, ὅστις καὶ τὸν ἀνεγνώρισε καὶ τὸν προσεκάλεσεν εἰς τὸν οἶκόν του· ἀλλ’ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι τώρα μὲν δὲν δύναται νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ χωρίον, διότι ἐβιάζετο νὰ προφθάσῃ ὅσον τάχιστα εἴς τι μέρος, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του θέλει τὸν ἐπισκεφθῆ. Αὐτὰ καὶ ἕτερα ἐπροφασίζετο. Εἰσελθὼν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἰς τὸ χωρίον, ἀνήγγειλεν εἰς τὰς θυγατέρας του τὴν διάβασιν τοῦ πατρός των καὶ ὅτι ἐκεῖ πλησίον ἔτι εὑρίσκετο. Ὅθεν ἀκούσασαι ἐκεῖναι ἔδραμον εὐθέως κράζουσαι καὶ δεόμεναι νὰ σταθῇ νὰ τὸν ἴδωσι μόνον. Αὐτὸς ὅμως ὁ μακάριος, ἀκούσας τὰς φωνάς των, ὄχι μόνον δὲν ἠλάττωσε τὸ βῆμα οὔτε καὶ ἔστρεψε νὰ τὰς ἴδῃ, ἀλλ’ ὥρμησε μᾶλλον τρέχων εἰς τὰ ἔμπροσθεν· ἔτρεχον δὲ καὶ ἐκεῖναι κατόπιν του, πλὴν δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὸν φθάσωσι, διότι ἐκεῖνος ἔτρεχε ταχύτερον, ἕως οὗ ἐμακρύνθη πολὺ ἐξ αὐτῶν. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὸν Ἑλλήσποντον, περὶ τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο ὁ Γερμανός, ἔτυχε τότε νὰ εἶναι ἐκεῖ παρὼν καὶ ἕτερος Ἱερομόναχος, Εὐθύμιος καλούμενος Βυζάντιος, ὅστις μετήρχετο ἐκεῖ καὶ τὴν πνευματικὴν διαγωγήν. Οὗτος ἀκούσας καὶ μαθὼν τὰ περὶ αὐτοῦ, ἐπεθύμησεν, οἴκοθεν κινηθείς, νὰ συνοδεύσῃ αὐτὸν εἰς τὸ Μαρτύριον, καί, εἰ δυνατόν, νὰ συμμαρτυρήσῃ καὶ αὐτὸς μὲ αὐτόν. Ἦτο ἐκ Θεοῦ πάντως ἡ πρόθεσις αὕτη τοῦ Εὐθυμίου, καθότι ἡ συνοδεία του μεγάλως ὠφέλησε τὸν Ἀθλητὴν εἴς τινα δεινὴν περίστασιν, ὡς κατωτέρω θέλομεν εἴπει.
Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἡτοιμάσθησαν, ἔκειρε πρῶτον ὁ Γερμανὸς μεγαλόσχημον τον ρηθέντα ἱερέα Εὐθύμιον κατ’ ἐπίμονον του αἴτησιν. Ἔπειτα ἐνεδύθησαν κοσμικὰ ἐνδύματα, ἵνα φαίνωνται ἄγνωστοι εἰς τοὺς βλέποντας αὐτοὺς καὶ ἀπῆλθον εἰς τὸ Κισσάνιον, διαταχθέντες παρὰ τοῦ Γερμανοῦ νὰ ἐμφανισθῶσι πρῶτον ὡς ἔμποροι εἰς τοὺς ἐκεῖσε κατοίκους, ἔπειτα δὲ νὰ ὑπάγωσιν εἰς ἐπίσκεψιν ἀρνησιχρίστων τινῶν ἐκεῖ εὑρισκομένων καὶ τότε νὰ φανερώσῃ ὁ Τιμόθεος τὸν ἑαυτόν του πρὸς αὐτούς, ὑπομιμνήσκων τὴν προτέραν των οἰκειότητα καὶ γνωριμίαν· ἔπειτα νὰ τοὺς παρακινήσῃ νὰ μιμηθῶσι καὶ ἐκεῖνοι τὴν ἐπιστροφήν του καὶ νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν πατρῴαν εὐσέβειαν.