Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΟΥΑΡΟΥ.

Ὁ δὲ τύραννος, βλέπων τὸν Ἅγιον, ὅτι δὲν ἐσυλλογίζετο ποσῶς τοιαύτην πανώδυνον βάσανον, προσέταξε νὰ τὸν κρεμάσωσι πάλιν εἰς τὸ κολαστήριον ξύλον, νὰ τὸν ξεσχίζωσι μὲ σιδηροῦς ὄνυχας καὶ τόσον τὸν κατεξέσχισαν, ὥστε ἔπιπτον αἱ σάρκες του καὶ ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα ἐκοκκίνισεν. Οἱ δὲ Ἅγιοι τὸν ἐλυποῦντο, καὶ μὴ ὑποφέροντες τὴν ὠμότητα τοῦ τυράννου, ἐγόγγυσαν λέγοντες· «Ὦ ἀγριώτερε τῶν θηρίων καὶ ἄσπλαγχνε, ἐὰν ἦτο λίθος ἢ σίδηρος δὲν θὰ ἀντεῖχε τοσαύτας ὥρας τυπτόμενος». Ὁ δὲ τύραννος τοὺς εἶπε χλευαστικῶς· «Ἂς ἔλθῃ ὁ Χριστός σας νὰ τὸν λυτρώσῃ, ἀπὸ τὰς χεῖρας μας». Ταῦτα εἶπε, μὴ γινώσκων ὁ ἀνόητος, ὅτι μὲ τὴν ὑπομονήν, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ Ἅγιος νὰ πάθῃ τόσα βασανιστήρια, ἔδειξεν ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Δεσπότης Χριστὸς καὶ ἐδρόσιζε τὰς ὀδύνας του.

Καταξεόμενος δὲ ὁ μακάριος Οὔαρος ἔλεγε· «Μὴ γένοιτο, νὰ μὲ λυτρώσῃ ὁ Χριστὸς ἀπὸ ταῦτα τὰ πρόσκαιρα βάσανα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν αἰώνιον κόλασιν, εἰς τὴν ὁποίαν θέλει κατακρίνει σέ, διὰ τὴν τοσαύτην ἀσπλαγχνίαν καὶ ὠμότητά σου». Τότε διὰ νὰ ποιήσῃ ὁ ἄρχων εἰς τὸν λόγον αὐτὸν ἐκδίκησιν, προσέταξε νὰ τὸν ξεσχίσωσι τόσον, ὥστε νὰ ἐκχυθῶσι τὰ σπλάγχνα του. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ὑπέμεινεν ὁ ἀοίδιμος σιωπῶν καὶ δὲν εἶπε λόγον, οὔτε κανὲν σημεῖον ἔδειξε δειλίας τελείως, ἀλλὰ μάλιστα μὲ τοὺς ἐλέγχους τοὺς ὁποίους ἔκαμε πρὸς τὸν τύραννον τὸν παρεκίνει πρὸς δριμυτέρας κολάσεις, διὰ νὰ φανῇ περισσότερον ὁ μέγας πόθος, τὸν ὁποῖον εἶχε πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ λέγει· «Πονηρὲ τῶν πονηρῶν δαιμόνων ὑπουργὲ καὶ μισάνθρωπε, ἴσως δυνηθῇς νὰ ἐκβάλῃς ὅλα μου τὰ ἐντόσθια, ἀλλὰ τὴν πίστιν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ δὲν δύνασαι νὰ ἐκβάλῃς οὐδόλως ἀπὸ τὴν καρδίαν μου». Βλέποντες δὲ οἱ Ἅγιοι κατὰ γῆς διεσκορπισμένα τὰ σπλάγχνα τοῦ Μάρτυρος ἐδάκρυσαν καὶ ἐδέοντο τοῦ Θεοῦ νὰ δώσῃ εἰς τὸν Μάρτυρα βοήθειαν.

Τούτους ἰδὼν ὁ τύραννος ἐφώναξε χαίρων· «Ἐνικήθητε, ταλαίπωροι! δι’ αὐτὸ λυπεῖσθε καὶ κλαίετε, διότι ἐὰν ἠδύνατο ὁ Θεός σας νὰ σᾶς δώσῃ τὴν μυθευομένην ἐκείνην ζωήν, δὲν θὰ ἐθρηνούσατε αὐτὸν τὸν κακοθάνατον». Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμεῖς διὰ τὴν συμπάθειαν τῆς φύσεως ἐδακρύσαμεν καὶ οὐχὶ διὰ λύπην τινά, ἀλλὰ μᾶλλον χαίρομεν, καὶ τὸν ζηλεύομεν, διότι μὲ τὴν πρόσκαιρον αὐτὴν βάσανον ἀξιώνεται βασιλείαν αἰώνιον. Ἡμεῖς δὲν ἐλυπήθημεν δι’ αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἰδικήν σου θρηνοῦμεν ἀπώλειαν, ἐπειδὴ μέλλεις νὰ λάβῃς τῶν κακῶν σου πράξεων τὴν ἀνταπόδοσιν, καὶ διότι ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ μᾶς προστάσσει καὶ τοὺς ἐχθρούς μας νὰ συμπονοῦμεν».