Τῇ ΙϚ’ (16ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΛΟΓΓΙΝΟΥ τοῦ Ἑκατοντάρχου.

Γνωρίσας λοιπὸν ὁ μακάριος Λογγῖνος ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον τὶ τὸν ἤθελαν, εἶπε πρὸς αὐτοὺς μὲ φωνὴν πραεΐαν καὶ φιλάνθρωπον· «Ἀκολουθεῖτέ μοι, νὰ σᾶς δείξω ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ζητεῖτε». Ὡς δὲ εὐφραινόμενος ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὴς εἶχε μεγάλην χαράν, γνωρίζων καὶ πρὸ τοῦ Μαρτυρίου πόσην ἡδονὴν ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ διὰ τὸν πρόσκαιρον θάνατον, καὶ ἔλεγε ταῦτα καθ’ ἑαυτόν· «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθὰ» (Ρωμ. ι’ 15, Ἠσ. νβ’ 7), τώρα ἀξιοῦμαι καὶ ἐγὼ νὰ ἴδω τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους, μὲ τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, καὶ νὰ ἐπικαλεσθῶ μὲ λαμπροτάτην φωνὴν τὸν θάνατον, λέγων μετ’ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Σωτῆρά μου: «Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ Πνεῦμά μου» (Πράξ. ζ’ 59). Τώρα γυμνοῦμαι τὸν πήλινον χιτῶνα, λυτροῦμαι ἀπὸ τὴν φθοράν, καὶ τὴν ἀφθαρσίαν χαίρων ἐνδύομαι, ἐξέρχομαι ἀπὸ τὰ μεγάλα κύματα καὶ χαλεπὰ τοῦ προσκαίρου βίου ναυάγια, καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν ἀληθῆ λιμένα, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι ζωὴ ἄλυπος καὶ ἀνάπαυσις αἰώνιος. Εὐφραίνου λοιπόν, ὦ ψυχή μου, ἀπερχομένη πρὸς τὸν ποιητὴν καὶ σωτῆρα, δεῖξον, ὦ Λογγῖνε, φαιδρὸν καὶ ἱλαρόν σου τὸ πρόσωπον, ὑπόδεξαι φιλοφρόνως καὶ φίλευσον πλούσια τούτους, οἱ ὁποῖοι σοῦ προξενοῦσι τοιαύτην μακαριότητα, δείπνησον πολυτελῶς τοὺς καλεστάς, οἱ ὁποῖοι ἦλθον νὰ σὲ ὑπάγωσιν εἰς τὸν δεῖπνον τοῦ Δεσπότου σου».

Ταῦτα λέγων καθ’ ἑαυτὸν ὁ μακάριος ἐπῆρε τοὺς ἐχθρούς του εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ ἀφ’ οὗ τοὺς ἐφιλοξένησε πλουσιώτατα, τοὺς ἠρώτησε, διὰ ποίαν αἰτίαν ἐζήτουν μὲ τόσον πόθον τὸν Λογγῖνον. Οἱ δὲ πρῶτον μὲν τὸν ὥρκισαν νὰ μὴ εἴπῃ εἰς οὐδένα τὴν ὑπόθεσιν, ἔπειτα τοῦ ὡμολόγησαν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι δηλαδὴ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Πιλάτον νὰ θανατώσῃ αὐτὸν μετὰ δύο ἄλλων συστρατιωτῶν του, ὁ δὲ Ἅγιος ἠρώτησε καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δύο τίνες ἦσαν, τοὺς ὁποίους ἤθελον νὰ ἀποκεφαλίσουν μετ’ αὐτοῦ, καὶ μαθὼν ὅτι διὰ τοὺς συντρόφους του ἔλεγον, εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἀναπαύθητε δύο ἡμέρας εἰς τὴν οἰκίαν μου, ὅτι αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἔρχονται ἐδῶ μεθαύριον καὶ θὰ σᾶς τοὺς παραδώσω χωρὶς νὰ ὑπάγετε πρὸς ἀναζήτησίν των». Τοῦτο δὲ εἶπε, διότι ἔλειπαν οἱ ἄλλοι δύο εἰς ὑπηρεσίαν τινά. Οὗτος δὲ ἔχων πόθον νὰ συγκοινωνήσωσι καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὸ Μαρτύριον, ἠθέλησε νὰ ἀναμείνῃ ἕως νὰ ἔλθωσιν, ἔστειλε δὲ εἰς αὐτοὺς μήνυμα νὰ ἐπιστρέψωσι ταχέως· ἐφίλευσε λοιπὸν τοὺς φονευτὰς αὐτοῦ ὁ μιμητὴς τοῦ Δεσπότου καὶ τοὺς ὑπηρέτει ἡμέρας δύο μὲ μεγάλην φιλοτιμίαν πλουσιοπάροχα.