Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Ἅγιοι κατεγέλασαν τὴν ἀγνωσίαν του καὶ ἀπεκρίθησαν λέγοντες· «Ἀφοῦ ἐδοκίμασες νὰ μᾶς νικήσῃς μὲ διαφόρους κολάσεις καὶ πανουργίας καὶ δὲ ἠδυνήθης, ἔρριψας κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὁμολογεῖς ὃτι ἡμεῖς σὲ ἐνικήσαμεν, διότι ἐὰν ἐλογίζετο θυσία αὐτὸ τὸ ἀκούσιον, νὰ βάλῃς αἷμα καὶ κρέας βιαίως εἰς τὸ στόμα μας, ἤθελες τὸ κάμει πρότερον, νὰ σοῦ λείπῃ τόσος κόπος καὶ βάσανος, ἀλλὰ διότι προσεπάθεις νὰ νικήσῃς τὸν λογισμόν μας μὲ τὴν μετάθεσιν καὶ τροπὴν τῆς εὐσεβείας πρὸς τὴν ἀσέβειαν, διὰ τοῦτο ἔβαλες τόσον κόπον καὶ ἐπιμέλειαν νὰ νικήσῃς τὸ αὐτεξούσιον· ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐνίκησες μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν. Ἐὰν δὲ πάλιν νομίζῃς, ὅτι παρὰ μικρὸν ἡμάρτομεν, διατὶ ἔβαλες τὸ εἰδωλόθυτον κρέας βιαίως εἰς τὰ στόμα μας; εἴ τι μέρος ἔμεινεν ἀπὸ τὰ χείλη μας, κόψον αὐτὸ ἢ δός μας εἴ τινα ἄλλην παίδευσιν βούλεσαι, διότι εἰς ὅλα εἴμεθα ἕτοιμοι, μόνον εἰς τοὺς δαίμονάς σου δὲν θυσιάζομεν, οὔτε φοβούμεθα ἄγρια θηρία, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ψυχήν σου δὲν εἶναι ἄλλο τι ἀγριώτερον, τὴν ὁποίαν ἐξ ἀρχῆς ἐνικήσαμεν». Ἀκούσας ταῦτα ὁ τύραννος, ἐπρόσταξε καὶ τοὺς ἐφυλάκισαν διὰ νὰ τοὺς δώσῃ εἰς τὰ θηρία νὰ τοὺς φάγωσι.
Τῇ ἐπαύριον καθίσας ὁ ἄρχων εἰς τὸ θέατρον, ὅπερ ἦτο ἔξω τῆς πόλεως, ἔφεραν τοὺς Ἁγίους σηκωτούς, διότι ἦσαν ἑτοιμοθάνατοι, ἠκρωτηριασμένοι, ἐστερημένοι τῶν μελῶν, κατακεκαυμένοι ἀπὸ τὸ πῦρ, καὶ κατακεκομμένοι ἀπὸ τὰ ξίφη καὶ δὲν ἠδύναντο οὐδόλως νὰ βαδίσωσι μόνον τὸν ἔσω ἄνθρωπον, ἤτοι τὸ λογικὸν εἶχον ὅλον τέλειον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος, τὸ ὁποῖον ἐκέλευσεν ἐξ ἀρχῆς ὁ Κύριος νὰ ἐξουσιάζῃ ὅλα τὰ ἑρπετὰ καὶ θηρία· διὰ τοῦτο καὶ τότε τὰ θηρία, τὰ ὁποῖα ἀφῆκε κατὰ τῶν Ἁγίων ὁ ἐκείνων ἀνοητότερος τύραννος, δὲν ἤγγισαν ποσῶς ἐκεῖνα τὰ ἅγια σώματα. Ὁ δὲ τούτων ἀπανθρωπότερος Μαξέντιος ἠπείλει νὰ θανατώσῃ τὸν ἐπιμελητὴν αὐτῶν· ὅθεν ἀφῆκε μίαν ἄρκτον ἀνδροφόνον καὶ πολλὰ φοβεράν, ἥτις ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἅγιον Ἀνδρόνικον, καὶ ἀνέλειχε μὲ τὴν γλῶσσαν τὰ αἵματα τῶν πληγῶν του. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔβαλε καὶ τὴν κεφαλήν του εἰς τοὺς ὀδόντας της καὶ τὴν παρώξυνε διὰ νὰ τὸν φάγῃ καὶ νὰ ὑπάγῃ ἡ ψυχή του ταχέως πρὸς τὸν ποθούμενον, ἀλλὰ αὐτὴ ἔστρεφεν ἐκεῖθεν τὴν κεφαλὴν παίζουσα καὶ ἐλησμόνησε τὴν φυσικὴν ἀγριότητα. Ὁ δὲ τῶν ἀλόγων ἀλογώτερος Μαξέντιος προστάσσει νὰ φονεύσουν τὴν ἄρκτον, νομίζων ὅτι ἦτο ἐκείνη αἰτία τῆς τοιαύτης θαυματουργίας καὶ οὐχὶ ἡ θεία δύναμις.