Φέρουσιν εἶτα τὸν Ἀνδρόνικον διὰ τὸν ὁποῖον γινώσκων ὁ ἄρχων ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐνίκα μὲ κολαστήρια, τοῦ λέγει μὲ δόλον· «Πρὶν νὰ σοῦ δώσω δεινότερα παιδευτήρια, πρᾶξε ὡς γνωστικὸς καὶ θυσίασε εἰς τὰ εἴδωλα καθὼς ἔκαμαν οἱ σύντροφοί σου, οἵτινες ἐγνώρισαν τὸ συμφέρον των καὶ προσεκύνησαν τοὺς θεούς». Ὁ δὲ Ἀνδρόνικος τοῦ λέγει· «Ἐὰν πείσῃς καὶ ἐμὲ νὰ προσκυνήσω, τότε θέλω πιστεύσει ὅτι καὶ αὐτοὶ σὲ ἤκουσαν· ἐὰν δὲ καὶ ἐμὲ δὲν νικήσῃς οὔτε ἐκείνους ἐνίκησες· καὶ μὴ δοκιμάζῃς μὲ πανουργίας, διότι ὅλοι μας μίαν γνώμην ἔχομεν, τὴν εὐσέβειαν εἰς τὸν Δεσπότην Χριστόν, διὰ τὸν ὁποῖον εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ πάθωμεν δεινότερα κολαστήρια». Τότε θυμωθεὶς ὁ τύρανννος τὸν ἠπείλησε νὰ τὸν βασανίσῃ περισσότερον, καὶ τόσον δυνατὰ τὸν ἔδειραν, ὥστε ἔγινε μία πληγὴ ὅλον τὸ σῶμά του· μὲ ὅλον τοῦτο δὲν ἐδειλίασεν ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ εἶπε περιγελῶν τὸν τύραννον· «Ἐψεύσθης εἰς τὰς ἀπειλάς σου, ὦ δικαστά, ἐπειδὴ δὲν ἠδυνήθης νὰ εὕρῃς ἄλλην τινὰ νεωτέραν κόλασιν, ἀλλὰ πάλιν τὰ πρῶτα ἐπιχειρίζεσαι». Τότε ὁ ἄρχων, νομίζων ὅτι θὰ τοῦ δώσῃ ὀδύνην χειροτέραν, προστάσσει νὰ τοῦ χύσουν ἅλας εἰς τὰς πληγάς. Ἀλλ’ ὁ Ἅγιος πάλιν τοῦ ἔλεγεν· «Ἄλλο κακὸν δὲν μοῦ κάμνεις, μόνον ὅτι προξενεῖς μὲ τὸ ἅλας ἀφθαρσίαν εἰς τὰ μέλη μου καὶ δὲν σήπονται, καθὼς τὸ βλέπεις καὶ μόνος σου, ὅτι μὲ ὅλας τὰς πληγάς, ποὺ μοῦ ἔδωσες, δὲν φαίνεται οὐδὲν σημεῖον ἐπάνω μου μὲ τοῦ Χριστοῦ μου τὴν δύναμιν». Ταῦτα ἀκούων ὁ ἄρχων ἐθυμώθη κατὰ τῶν φυλάκων, νομίζων ὅτι ἰατροὶ ἐθεράπευσαν τοὺς Ἁγίους καὶ ἀπειλῶν αὐτοὺς ἐφυλάκισαν πάλιν τοὺς Ἁγίους ἕως ἄλλην πρόσταξιν.
Μετὰ τινας ἡμέρας συνάξας ὁ τύραννος θέατρον πολυάνθρωπον, ἔφερε τοὺς Μάρτυρας καὶ βλέπων ὅτι οὔτε μὲ κολακείας, οὔτε μὲ πανουργίας δύναται νὰ τοὺς διαστρέψῃ, ἠγριώθη ὡς θηρίον ἀνήμερον καὶ ἐξέδαρεν ὅλην τὴν κεφαλὴν τοῦ Ταράχου καὶ τὰ χείλη του· τοῦ δὲ Πρόβου, ἐξώρυξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τοῦ ἔχυσεν εἰς τὸ στόμα οἶνον μεμιγμένον μὲ αἵματα θυσιῶν· τοῦ δὲ Ἀνδρονίκου ἔβαλε βιαίως εἰς τὸ στόμα κρέας μιαρὸν ἀπὸ τῶν μεμολυσμένων θυσιῶν, καὶ ἐξορύξας τοὺ ὀφθαλμούς του, προστάσσει νὰ κατακεντῶσι καὶ τῶν τριῶν μὲ πεπυρωμένας σούβλας τοὺς μαστούς, τὰς πλευράς, τοὺς μηρούς, τὰ μέσα τῶν δακτύλων καὶ τοὺς βραχίονας· καὶ τόσον τοὺς ἐβασάνισαν, ὥστε καὶ τὰ ὀστᾶ ἔκαυσαν. Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ τύραννος, ὅτι δὲν τοῦ ἔμεινε πλέον καμμία βάσανος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ τοὺς τὴν ἔδωκεν, ἀρχίζει νὰ ὀνειδίζῃ τὸν Πρόβον καὶ τὸν Ἀνδρόνικον, ὅτι τοὺς ἐμίανε μὲ τὴν γεῦσιν τῶν ἀκαθάρτων αἱμάτων τῶν θυσιῶν, τὰ ὁποῖα ἔβαλε βιαίως εἰς τὸ στόμα των.