Συνεχίζων δὲ ὁ Ἅγιος τὴν νουθεσίαν του εἶπεν εἰς αὐτούς· «Ἐπιμεληθῆτε το ποίμνιον νὰ φυλαχθῇ ἄμωμον καὶ ἀμέτοχον πάσης αἱρέσεως. Καθὼς μὲ εἴδετε, πολλάκις ἐκακοπάθησα μὲ τόσους κόπους καὶ πόνους, θλίψεις καὶ δάκρυα, ἀπὸ τόπου εἰς τόπον βασανιζόμενος καὶ περιερχόμενος Μεσοποταμίαν, Συρίαν, Παλαιστίνην καὶ ἄλλας πόλεις καὶ νήσους διαφόρους φεύγων τὰς ἐπιβουλὰς τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ δὲν ἔπαυσα γράφων ἡμέραν καὶ νύκτα πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς, στηρίζων αὐτοὺς εἰς τὴν πίστιν μὲ τὴν θείαν βοήθειαν διότι ὁ ζῆλος τοῦ Χριστοῦ μὲ ἔλειωνε καὶ δὲν ἐχόρτασα ὕπνον ἢ βρώματα, ἀλλ’ ἐταράσσετο ἡ καρδία μου εἰς ταύτην τὴν μέριμναν. Ἐνθυμεῖσθε πόσον ἐκοπίασα καὶ ἐβασανίσθην νὰ ἐπιμελοῦμαι τοὺς μακαρίους Ἐπισκόπους Φιλόθεον, Ἡσύχιον, Παχώμιον καὶ Θεόδωρον, οἱ ὁποῖοι ἦσαν φυλακισμένοι διὰ τὸν Χριστὸν καὶ δὲν ἔπαυσα παρακινῶν αὐτοὺς εἰς τὸ Μαρτύριον, ἕως οὗ ἐτελεύτησαν, διότι ἐφοβούμην μήπως καὶ δειλιάσουν τὸν θάνατον καὶ τὰ δεινὰ κολαστήρια καὶ κινδυνεύσουν οἱ ἐπίλοιποι διὰ τὸν Χριστὸν κεκλεισμένοι, λαϊκοὶ καὶ Κληρικοί, νὰ προδώσωσι τὴν εὐσέβειαν. Ἀλλ’ εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὅστις τοὺς ἐνεδυνάμωσε καὶ ἐμαρτύρησαν περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἑξακοσίους ἑξήκοντα, τῶν ὁποίων ἀκούσας τὴν τελείωσιν ἐδόξασα τὸν Θεόν, δεόμενος αὐτοῦ νὰ ἀξιώσῃ καὶ ἐμὲ νὰ γίνω θυσία μὲ τὸ Μαρτύριον καὶ οὕτω μοὶ ἐπήκουσε καὶ ἀπέρχομαι τώρα εὐφραινόμενος διὰ τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον λαμβάνω διότι ἀπὸ καιρὸν ἐπεθύμουν καὶ εἶχα δίψαν πολλήν, νὰ πίω τοιοῦτον ποτὸν ψυχοσωτήριον καὶ νὰ γίνω κοινωνὸς τοῦ Πάθους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καθὼς εὔχομαι νὰ γίνω καὶ τῆς αὐτοῦ Ἀναστάσεως μέτοχος».
«Γνωρίζετε λοιπόν, συνέχισε λέγων ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν μὲ βλέπετε πλέον εἰς τοῦτον τὸν κόσμον σαρκικῶς, ἀλλὰ ὑπάγω πρὸς τον ποθούμενον καὶ προσέχετε νὰ ποιμαίνετε τὴν θείαν Ἐκκλησίαν ἐπιμελέστατα, εἰς τὴν ὁποίαν σᾶς ἐψήφισεν Ἐπισκόπους τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Γνωρίζω ὅτι θέλουν ἐγερθῆ μετὰ τὴν τελευτήν μου τινὲς Κληρικοί, νὰ λαλήσουν διεστραμμένα καὶ βλάσφημα, δοκιμάζοντες νὰ διχάσουν πάλιν τὴν Ἐκκλησίαν, καθὼς ἔκαμεν ὁ Μελέτιος [1]. Ὅθεν παρακαλῶ σας, νὰ γίνητε φύλακες ἄγρυπνοι, νὰ βοηθῆτε τὰς Ἐκκλησίας ἕως θανάτου καὶ μὴ δειλιάσετε κινδύνους καὶ βάσανα· ἐπειδὴ ὁ Δεσπότης προσέταξε νὰ ὑπάγωμεν μὲ θλίψεις πολλὰς εἰς τὴν Βασιλείαν του. Ἐνθυμεῖσθε πόσους κινδύνους ὑπέμεινεν ὁ μακάριος Θεωνᾶς, ὅστις μὲ ἀνέθρεψε καὶ μὲ ἀφῆκεν εἰς τὸν θρόνον διάδοχον.