Ἦτο δὲ τότε ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα καὶ ἔγινεν εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην μεγάλη πανήγυρις καὶ ἐβαπτίσθησαν μὲ τὸν Σισίνιον ὅλοι οἱ συγγενεῖς τε καὶ φίλοι καὶ δοῦλοι του ἄνδρες καὶ γυναῖκες ψυχαὶ τετρακόσιαι εἴκοσι τρεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦσαν τινὲς φίλοι καὶ γνώριμοι τοῦ βασιλέως.
Ταῦτα βλέπων ὁ πονηρότατος Πούπλιος, ὅστις ἦτο κόμης ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἐδυστρόπει διότι ηὔξανεν ἡ εὐσέβεια. Ἔβαλε λοιπὸν κατὰ νοῦν νὰ θανατώσῃ τὸν Κλήμεντα, ὅστις ἦτο εἰς ταῦτα αἴτιος· καὶ διαφθείρας ἀνθρώπους τινὰς μὲ ἀργύρια, τοὺς συνεβούλευσε νὰ κάμουν στάσιν καὶ σύγχυσιν πρὸς τὸν ἔπαρχον καὶ νὰ τὸν παρακιντήσουν νὰ θανατώσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Κλήμεντα. Ἀπελθόντες λοιπὸν ἐσυκοφάντησαν αὐτὸν ὡς πλάνον καὶ γόητα, ὅτι ἐβλασφήμει τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς βωμοὺς ἐκ βάθρων κατηδάφιζε, προσκυνῶν Θεὸν νεώτερον, τοῦ ὁποίου ἔκτιζε πανταχοῦ Ἐκκλησίας καὶ θυσιαστήρια. Ἕτεροι δέ, οἵτινες δὲν ἐπῆραν ἀργύρια, ἐπαινοῦσαν τὸν Ἅγιον, τὰς θαυματουργίας αὐτοῦ διηγούμενοι καὶ τὰς εὐεργεσίας τὰς ὁποίας ἔκαμεν ὁλοκλήρου τῆς πόλεως. Βλέπων λοιπὸν ὁ ἔπαρχος τὴν μεγάλην φιλονικίαν τοῦ λαοῦ καὶ τὴν στασίασιν ἐκάλεσε κρυφίως πρὸς ἑαυτὸν τὸν Ἅγιον καὶ ἐδοκίμασε πολὺ μὲ κολακείας νὰ τὸν διαστρέψῃ πρὸς τὴν ἀσέβειαν. Βλέπων δὲ ὅτι ἦτο γενναῖος καὶ ἀνίκητος, ἀνέφερε πρὸς τὸν νέον βασιλέα Τραϊανόν, ὅστις διεδέχθη τὸν ἀποθανόντα Νερούαν, ὅτι ἦτο μεγάλη στάσις εἰς τὴν πόλιν διὰ τὸν Κλήμεντα. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς ἔγραψε κατ’ αὐτοῦ ἀπόφασιν νὰ τὸν ἐξορίσουν «πέραν τοῦ Πόντου εἰς ἔρημόν τινα πόλιν» [4] εὑρισκομένην πλησίον τῆς Χερσῶνος.
Ὁ δὲ ἔπαρχος ἐλυπεῖτο τὸν Ἅγιον νὰ ὑπάγῃ εἰς τοιαύτην δεινὴν ἐξορίαν καὶ τὸν συνεβούλευσε νὰ θυσιάσῃ εἰς τὰ εἴδωλα· καὶ ὁ Ἅγιος πάλιν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἐδοκίμασε πολλὰ διὰ τῶν γλυκυτάτων λόγων του νὰ ἐπιστρέψῃ τὸν ἔπαρχον, ὅστις, ὅταν εἶδε τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Ἁγίου, τὸν ἀπεχαιρέτησε μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα λέγων· «Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον λατρεύεις, νὰ σοῦ εἶναι βοηθὸς εἰς τὴν δεινὴν αὐτὴν ἐξορίαν». Οὕτως εἶπε καὶ εὐτρεπίσας πλοῖον, τοῦ ἔδωσεν ὅλα τὰ χρειαζόμενα καὶ ἐναγκαλισθεὶς αὐτὸν καὶ καταφιλήσας ἀπέλυσεν. Ἠκολούθησαν δὲ τὸν Ἅγιον πολλοὶ εὐλαβεῖς καὶ φθάσαντες εἰς τὴν ἐξορίαν, εὗρον δύο χιλιάδας Χριστιανούς, τοὺς ὁποίους εἶχον καταδεδικασμένους νὰ κόπτωσι μάρμαρα, οἵτινες εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ μακαρίου Κλήμεντος ἐχάρησαν καὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ἠσπάζοντο τὰς χεῖράς του μὲ εὐλάβειαν,