Μὴ δυνάμενοι οἱ ἰατροὶ νὰ τὸν θεραπεύσουν ἀπεφάσισαν, νὰ κόψουν τὸν πόδα του, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ νὰ ἀποθάνῃ. Ἦτο δὲ ἡμέρα Τετάρτη, ὅταν ἔκαμαν τὴν ἀπόφασιν. Κατὰ δὲ τὴν ἐρχομένην νύκτα βλέπει τρεῖς ἀνθρώπους ὁ Θεοδώρητος εἰς τὸν ὕπνον του, οἵτινες εἶπον εἰς αὐτὸν ὡς προστάσσοντες· «εἰπὲ τοῦ δεσπότου σου, νὰ μὴ ἀφήσουν τοὺς ἰατροὺς νὰ κόψουν τὸν πόδα του, ὅτι τὴν Παρασκευὴν ἔρχεται ὁ ξενοδόχος Σαμψὼν νὰ τὸν θεραπεύσῃ ἀνώδυνα». Ὅταν λοιπὸν ἐξημέρωσεν, εἶπεν εἰς τοὺς ἰατροὺς ὁ Θεοδώρητος τὸ ὅραμα· ὅθεν ὑπέμειναν, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὸ ἀποβησόμενον. Κατὰ τὴν Παρασκευὴν ἐξημερώθη ὁ Λέων ὑγιέστατος καὶ πάντες ἐθαύμασαν. Ὄχι μόνον δὲ ταύτην τὴν εὐεργεσίαν ἀπήλαυσεν ὁ Λέων ἀπὸ τὸν Σαμψών, ἀλλὰ καὶ ἄλλας δύο φορὰς ἰατρεύθη ἀπὸ δεινὰς ἀσθενείας θαυμασιώτατα. Ὅθεν διὰ νὰ μὴ φανῇ πρὸς τὸν εὐεργέτην ἀχάριστος, ἀνεκαίνισε τὸν οἶκον τοῦ Ἁγίου, ὅστις ἦτο πλέον παλαιὸς καὶ ἐκινδύνευε νὰ κρημνισθῇ, αὐτὸς δὲ τὸν ἐπανέκτισεν.
Ἀλλὰ πῶς νὰ σιωπήσω τὸ παράδοξον, ὅπερ ἔκαμεν εἰς τὸν Γενέσιον ὁ θαυμάσιος; Οὗτος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς Κληρικούς, καὶ τὸν εἶχον εἰς τὸ Πανδοχεῖον τοῦ Σαμψὼν νοσοκόμον· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπεμελεῖτο τοὺς ἀσθενεῖς ὡς ἔπρεπεν, ἀλλ’ ἦτο ἀμελὴς καὶ ράθυμος, ἐφάνη πρῶτον νύκτα τινὰ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸν παρεκίνησε νὰ φροντίζῃ καλῶς τοὺς ἀσθενεῖς, νὰ μὴ ὑποφέρουν. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν ἐδιωρθώθη, ἐφάνη εἰς αὐτὸν καὶ ὁλοφάνερα καὶ τὸν ἔδειρε τόσον, ὥστε ἔμεινε πληγωμένος καὶ μελανὸς καθ’ ὅλον τὸ σῶμα, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον του ἄλαλος· ἐπειδὴ δὲ δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ, τοῦ ἔδωσαν χάρτην καὶ μελανοδοχεῖον νὰ γράψῃ τί ἔπαθεν. Οὗτος ἐσημείωσε μὲ βραχυλογίαν τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ὁποίαν ἀκούσας ὁ προαναφερθεὶς Δρουγγάριος ἔδραμεν εἰς τὸ Νοσοκομεῖον πρὸς τὸν Γενέσιον, καὶ βλέπων αὐτὸν ὅτι ἦτο βωβὸς καὶ ἄλαλος, παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον, λέγων ταῦτα μετὰ ἀδιστάκτου πίστεως· «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, γνωρίζεις εἰς πόσην εὐλάβειαν σὲ ἔχω καὶ πόσα ἐξώδευσα εἰς τοῦτον τὸν οἶκόν σου. Λοιπὸν σὲ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ νὰ δώσῃς τὴν λαλιὰν εἰς τὸν νοσοκόμον δι’ ἀγάπην μου, ἵνα μᾶς εἰπῇ φανερὰ τί ἔπαθε, διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Κύριος». Ταῦτα εὐξάμενος ἐπέτυχε τῆς αἰτήσεως, ὡμίλησε δὲ ὁ Γενέσιος, διηγούμενος εἰς ὅλους σαφῶς τὴν ὑπόθεσιν, ὄχι μόνον διὰ τὸ ξεδοδοχεῖον, καθὼς εἴπομεν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν οἰκίαν τοῦ Ὁσίου, εἰς τὴν ὁποίαν κατῴκει πρότερον, πρὶν νὰ κτισθῇ ἐκεῖνο, τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος τὸν ἐπρόσταξε νὰ κάμουν Ἐκκλησίαν, ὅπερ καὶ ἐτέλεσαν ἐπιμελέστατα καὶ τὴν ἀφιέρωσαν εἰς τὸ ὄνομά του.