Μετὰ ταῦτα, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν ἀνθρώπινον ἔπαινον, ἀφῆκε τὴν πατρίδα του καὶ μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ ἐπιμεληθῇ καὶ ἐκεῖ τοὺς ἀσθενοῦντας ὁ συμπαθέστατος. Ἔμεινε λοιπὸν εἴς τινα οἶκον πενιχρὸν καὶ πτωχὸν ὁ πλούσιος τὴν προαίρεσιν, συνήθροιζε δὲ ἐκεῖ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ξένους καὶ πένητας, τοὺς ὁποίους ἰάτρευεν ἀναργύρως. Ὄχι δὲ μόνον ἐκείνους οἵτινες εἶχον μικρὰς ἀσθενείας, ἤτοι πληγάς, οἰδήματα, πυρετοὺς καὶ ἄλλα πάθη, ὅπου ἰατρεύονται, ἀλλὰ καὶ ὅσα οἱ ἄλλοι ἰατροὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ ἀναλάβουν, ἤτοι παραλύτους, δαιμονιζομένους, τυφλούς, καὶ ἄλλα ἀνίατα πάθη ἰάτρευεν. Ὅθεν διεδόθη ἡ φήμη τοῦ Σαμψὼν εἰς ὅλην τὴν πόλιν, καὶ ἔτρεχον ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς εἰς αὐτὸν καὶ ἐθεραπεύοντο.
Ταῦτα μαθὼν ὁ ἁγιώτατος Μηνᾶς, ὅστις ἦτο τότε οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἐχειροτόνησε τὸν Σαμψὼν ἱερέα, γνωρίσας την ἀρετὴν αὐτοῦ, ὅστις ἦτο ὅταν ἔλαβε τὴν ἱερωσύνην χρόνων τριάκοντα. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐβασίλευεν ὁ μέγας Ἰουστινιανός, ὅστις εἶχε χαλεπὴν ἀσθένειαν εἰς τὰ ὑπογάστρια καὶ ἐπρήσθησαν τὰ αἰδοῖα καὶ ἡ κοιλία του ὑπερμέτρως, τόσον δὲ πόνον εἶχεν, ὥστε ἐπεθύμει τὸν θάνατον. Συνήχθησαν λοιπὸν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἰατροὶ τῆς Πόλεως, οἵτινες μόνον μὲ λόγους ὑπέσχοντο νὰ τὸν ἰατρεύσουν, διὰ νὰ τοὺς δίδῃ πολὺ χρυσίον καὶ ἀργύριον, μὲ τὸ ἔργον ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσαν καμμίαν ὠφέλειαν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπλήθυνεν ἡ ἀσθένεια καὶ ἐκινδύνευεν ὁ ἀσθενὴς νὰ ἀποθάνῃ. Βλέπων λοιπὸν οὗτος, ὅτι ἀνθρωπίνη τέχνη δὲν ἔφθανε νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ποθουμένην ὑγείαν, ὀδυνώμενος ὑπὸ τῶν πόνων, ἐβόησε μετὰ δακρύων πρὸς Κύριον, ζητῶν τὴν ἐξ ὕψους βοήθειαν. Τότε, ἐπειδὴ μετὰ πίστεως καὶ κατανύξεως ᾔτησε, τοῦ ἐπήκουσεν ὁ εὔσπλαγχνος Θεός, δείξας εἰς αὐτὸν καθ’ ὕπνον πολλοὺς ἰατρούς, ἐνδεδυμένους μὲ ἱερατικὴν στολὴν ἅπαντας. Πλησιάσας δὲ πρὸς τὸν βασιλέα νέος τις μὲ χρυσοΰφαντα καὶ λαμπρὰ ἱμάτια, τοῦ ἔδειξεν ἕνα ἀπ’ ἐκείνους τοὺς ἰατρούς, ταπεινὸν εἰς τὸ σχῆμα, εὔτακτον, εὐπρεπῆ καὶ κόσμιον, λέγων εἰς αὐτόν. «Κύτταξε καλά, βασιλεῦ, νὰ γνωρίσῃς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὅτι αὐτὸς μόνον δύναται νὰ σὲ ἰατρεύσῃ καὶ ὄχι ἕτερος».
Τότε ἐξύπνησεν ὁ βασιλεύς, καὶ πιστεύσας ὡς ἀληθινὸν τὸ ὄνειρον, ἐχάρη καὶ προστάσσει νὰ ἔλθουν ὅλοι οἱ ἰατροί, τοὺς ὁποίους παρετήρει ἐπιμελῶς, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπε τὸν ποθούμενον. Ὅθεν ἔμεινε πάλιν ἀπορῶν καὶ περίλυπος, μεγάλα χαρίσματα ὑποσχόμενος εἰς ἐκεῖνον, ὅστις ἤθελεν εὕρει τὸν ζητούμενον.