
ΣΑΜΨΩΝ, ὁ περιφανὴς οὗτος καὶ φιλόξενος ἀνήρ, ὁ εἰς πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν περιβόητος, ἦτο ἀπὸ τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς καὶ πλουσίους γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς μὲ αὐτάρκειαν πραγμάτων καὶ μὲ ἐνδύματα πλούσια. Ἐπειδὴ δὲ οἱ γονεῖς του ἦσαν ἀπὸ γένος βασιλικὸν καὶ εἶχον πολλὰ εἰσοδήματα, ἐξώδευον ἐλεύθερα διὰ νὰ τὸν μάθουν γράμματα· ὅθεν ἔγινε τέλειος εἰς ὀλίγον καιρόν, ὄχι μόνον εἰς τὰ ποιητικά, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ φιλοσοφικά, ἐσπούδασε δὲ καὶ τὴν ἰατρικὴν τέχνην καὶ ἄλλα ὅσα τοῦ ἐφάνησαν ἁρμόδια. Περισσότερον δὲ ἀπὸ ὅλας τὰς ἐπιστήμας ἐπόθησε τὴν ἰατρικήν, ὡς φιλανθρωποτέραν καὶ ψυχωφελεστέραν, διότι ἦτο ἐκ φύσεως εὔσπλαγχνος καὶ ἐσυμπόνει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ πένητας.
Διὰ τοῦτο ὅθεν ἔμαθε τὴν τέχνην αὐτήν, διὰ νὰ ἐπιμελῆται τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, τοὺς ὁποίους ἔπαιρνεν εἰς τὸν οἶκόν του, καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἰάτρευεν ὡς ἰατρός, ἀλλὰ καὶ ὡς δοῦλος τοὺς ὑπηρέτει καὶ ἐξώδευεν ἐξ ἰδίων διὰ νὰ τοὺς τρέφῃ καὶ νὰ τοὺς προμηθεύῃ ἰατρικὰ καὶ βότανα. Διὰ τὴν εὔσπλαγχνον ὅθεν γνώμην του τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς νὰ κάμνῃ ἀπὸ τότε θαυμάσια, καὶ ἐθεράπευε πᾶσαν ἀσθένειαν. Ἀλλὰ καὶ πάθη ἀνίατα καὶ χαλεπά, ὅσα δὲν ἠδύναντο οἱ ἄλλοι ἰατροὶ νὰ θεραπεύσουν, αὐτὸς τὰ ἰάτρευεν, ὄχι μὲ τὴν δύναμιν τῶν βοτάνων καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἐπιμέλειαν, ἀλλὰ μὲ τὴν θείαν βοήθειαν. Ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνην δὲν ἐφανέρωνε τὴν ὑπόθεσιν, ὅτι τοὺς ἰάτρευε μὲ τὴν θείαν χάριν, ἀλλὰ προσεποιεῖτο ὅτι ἔδιδον τὴν θεραπείαν τὰ βότανα.
Εἰς ὀλίγον καιρὸν οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἐτελεύτησαν· ὅθεν ἔμεινεν ἐλεύθερος, μὴ ἔχων δὲ εἰς τὴν ἀρετὴν πλέον κανένα ἐμπόδιον, ἐπεμελεῖτο τὴν φιλοξενίαν ὑπὲρ τὸ πρότερον· πωλήσας δὲ ὅλα τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα εἶχε κινητὰ καὶ ἀκίνητα, ἔδωκε τὰ χρήματα εἰς τοὺς πτωχούς, διὰ νὰ τὰ λάβῃ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν νὰ χαίρεται πάντοτε. Τόσας δὲ ἐλεημοσύνας ἔδιδεν, ὥστε δὲν ἔμεινε σχεδὸν πτωχὸς εἰς ἐκείνην τὴν πόλιν, ὅστις νὰ μὴ λάβῃ πλουσίαν ἐλεημοσύνην ἀπὸ τὰς χεῖράς του. Ὑπεδέχετο ξένους, ἐνέδυε γυμνούς, πεινῶντας ἔτρεφεν, ἀσθενοῦντας ἰάτρευε καὶ πᾶσαν ἄλλην εὐεργεσίαν ἔκαμνεν ὁ τρισόλβιος εἰς τοὺς ἐνδεεῖς, ὑπηρετῶν αὐτοὺς καὶ βοηθῶν εἰς ὅλας τὰς ἀνάγκας των πρὸς αὐτάρκειαν. Οὕτω λοιπὸν διασκορπίσας θεαρέστως τὸν πλοῦτον διὰ τὸν Χριστὸν ὁ χρηστὸς καὶ εὔχρηστος δοῦλος, ἐγυμνώθη ἀπὸ ὅλα τὰ πρόσκαιρα, καὶ ἔμεινεν ὡς ἀετὸς ὑψιπέτης, ἀκτήμων καὶ ἄοικος, μονοχίτων καὶ ἀνάργυρος, δὲν ἐκράτησε δὲ πλησίον του εἰμὴ μόνον ἕνα δοῦλον, διὰ νὰ τὸν βοηθῇ εἰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετῶσιν ἀμφότεροι.