Ἀφ’ οὗ οἱ Προφῆται μὲ τὴν πολλήν τους ἀρετὴν ἔγιναν σκεύη δεκτικὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἔλαβον τῆς προφητείας τὸ χάρισμα, τότε ὁ κόσμος ἐκατάλαβε, πῶς ἦσαν Προφῆται· τὸν Ἰωάννην ὁ κόσμος τὸν ἐγνώρισε Προφήτην, εἰς καιρὸν ὅπου ἦτο βρέφος ἀγέννητον· ἐσκίρτησε μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐπροσκύνησε τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καὶ μετεδόθη ἡ χάρις ὅπου αὐτὸς ἔλαβε καὶ εἰς τὴν Ἐλισάβετ. «Καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ», καὶ ἤρχισε μὲ μεγάλην φωνὴν νὰ κηρύττῃ ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Ἰωάννης, διότι εἶναι ἀγέννητος, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ. «Καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;». Μητέρα Θεοῦ ὀνομάζει τὴν Παρθένον, ὡσὰν νὰ ἤξευρε ποῖον βαστάζει εἰς τὴν κοιλίαν της, καὶ ὡσὰν νὰ ἔβλεπε, πῶς τὸ βρέφος, ὅπου ἔχει εἰς τὴν μήτραν της, εἶναι ὁ σεσαρκωμένος Θεός.
Γίνεται λοιπὸν προφήτης ἡ Ἐλισάβετ, καὶ τοῦτο δόξα εἶναι τοῦ υἱοῦ της τοῦ Βαπτιστοῦ. Εἶχε προστάξει ο Θεος τὸν Ζαχαρίαν νὰ ὀνομάσῃ τὸν υἱόν του Ἰωάννην· «Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην»· διὰ νὰ παρασταίνῃ καὶ τὸ ὄνομά του τὴν τελειότητα τῆς προαιρέσεώς του, διατὶ Ἰωάννης θέλει νὰ εἰπῆ πλήρης χάριτος· ἐπειδὴ ὅμως κωφὸς καὶ ἄλαλος εὐγῆκεν ὁ Ζαχαρίας ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον, δὲν ἠδυνήθη νὰ φανερώσῃ κανενὸς τὸ ὄνομα.
Ἦλθεν ἡ ὥρα ὅπου ἔμελλε νὰ περιτέμουν τὸ παιδίον, καὶ ὅλοι ἀπεφάσισαν νὰ τὸ ὀνομάσουν Ζαχαρίαν· ἡ δὲ Ἐλισάβετ παρευθύς, μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας, ὅπου ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὄχι, τοὺς λέγει, μὴ τὸ ὀνομάσετε Ζαχαρίαν, τὸ ὄνομά του ἂς εἷναι Ἰωάννης· «Καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης». Θαυμάζουν οἱ περιεστῶτες, διατὶ κανένας δὲν ἦτο εἰς τὴν συγγένειάν του, ὅπου νὰ ὀνομάζεται Ἰωάννης· φιλονεικοῦσιν ἀνάμεσόν τους, κάνουν νεύματα εἰς τὸν κωφὸν καὶ ἄλαλον πατέρα του νὰ τοὺς φανερώσῃ, πῶς νὰ ὀνομάσουν τὸ βρέφος· ἐκατάλαβεν ὁ Ζαχαρίας, πῶς διὰ τὸ ὄνομα εἶναι ἡ φιλονεικία, μὲ τὰ σχήματα τοὺς γυρεύει πινακίδιον, γράφει ἐπάνω εἰς αὐτό, «Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ», καὶ παρευθὺς μόλις τὸ ἔγραψεν, ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! εὐθὺς λύονται τὰ δεσμὰ τῆς γλώσσης του, ἀνοίγει τὸ στόμα του, κινεῖ τὰ χείλη του, καὶ εὐλογεῖ τὸν Θεόν. «Ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν»·