Λόγος Πρῶτος, εἰς τὸ Γενέσιον τοῦ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ. Νικηφόρου τοῦ Θεοτόκη.

Πληροφορημένοι καὶ βέβαιοι ἦσαν οἱ Ἰσραηλῖται, πῶς ὅλα ἐκεῖνα, ὅπου κατασκευάζει ἡ πάνσοφος δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὰ εἶναι ὅλα καὶ ὑπερτέλεια· ἐπειδὴ εἶδαν, πόσον θαυματουργὸς ἦτο ἡ ράβδος τοῦ Μωϋσέως, πόσον θαυμαστὰ ἦσαν ὁ στῦλος, ὅπου τοὺς ἔφεγγε τὴν νύκτα, καὶ ἡ νεφέλη, ὅπου τοὺς ἐσκέπαζεν ἀπὸ τὴν καῦσιν τῆς ἡμέρας, πόσον τέλειον ἦτο τὸ μάννα καὶ ἡ ὀρτυγομήτρα, μὲ τὰ ὁποῖα ἐτρέφοντο εἰς τὴν ἔρημον, πόσον γλυκὺ ἦτο ἐκεῖνο τὸ ὕδωρ, ὅπου εὔγανεν ἡ σχισθεῖσα πέτρα. Θέλοντας λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ τοὺς κάμῃ νὰ γνωρίσουν πόσον ἐξαίρετος καὶ τέλειος ἦτο ὁ Ἰωάννης, καὶ νὰ τὸν γνωρίσουν, ὄχι ἀπὸ τὰ κατορθώματα, ὅπου ἔπειτα ἐκατόρθωσεν, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα, ὅπου εἰς τὸ γενέσιόν του ἔλαβεν, οἰκονομεῖ μίαν οἰκονομίαν πολλὰ, παράδοξον καὶ θαυμαστήν, κάμνει τὸ γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου νὰ μὴ εἶναι ἔργον τῆς φύσεως, ἀλλὰ κατόρθωμα τῆς δυνάμεώς Του.

Ἂν στοχασθοῦμεν τὰς φυσικὰς ἀρχάς, ἀπὸ τὰς ὁποίας ἡ φύσις ἔδωσε τὸ εἶναι τοῦ Ἰωάννου, τὰς βλέπομεν πολλὰ ξηράς, ἀνύδρους καὶ ἀκάρπους. Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατήρ του, τόσον πολλὰ γέρων εἶναι καὶ τόσον ἀδύνατον τοῦ φαίνεται νὰ γεννήσῃ υἱόν, ὥστε δὲν ἐστάθη τρόπος νὰ καταπεισθῇ ποτὲ εἰς τοῦ Γαβριὴλ τὰ εὐαγγέλια. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶμαι ἀπεσταλμένος νὰ σοῦ εἰπῶ, πῶς ἔχεις νὰ γεννήσῃς υἱόν. Μὰ αὐτὸς δὲν καταπείθεται. Κατὰ τί τοῦτο; ἀποκρίνεται τοῦ Ἀγγέλου· ἀπὸ τί νὰ καταλάβω ἐγὼ αὐτό, ὅπου λέγεις; ποίαν δύναμιν βλέπω εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ποῖος φυσικὸς λόγος νὰ μὲ καταπείσῃ; ἐγὼ εἶμαι ὑπέργηρος. «Ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης»· ἡ γυνή μου, ἡ Ἑλισάβετ, ἐπέρασε τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς της, ἔφθασεν εἰς τὸ ἔσχατον γῆρας· «καὶ ἡ γυνή μου ποοβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς».

Ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα του, καὶ διὰ τὴν φυσικήν της στείρωσιν, καὶ διὰ το βαθύτατον γῆρας της, τόσον ἀδύνατον νομίζει τὸ πρᾶγμα, ὅπου πέντε μῆνας ὁλοκλήρους εἶχε τὸ βρέφος μέσα εἰς τὴν κοιλίαν της καὶ ἀκόμη ἐδίσταζεν, ἐφοβεῖτο νὰ τὸ εἰπῇ, ἐκρύβετο ἀπὸ τὰ ὄμματα τῶν ἀνθρώπων. «Καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε».

Ἕνας ὑπέργηρος πατήρ, μία στεῖρα καὶ νενεκρωμένῃ μήτηρ, ποῖος νὰ τὸ πιστεύσῃ, πῶς θέλει νὰ γεννήσουν υἱόν; Τοῦτο το ἀδύνατον τῆς φύσεως μὲ πολλὴν ἀκρίβειαν τὸ ἐσημείωσεν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. «Καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν». Ὡσὰν νὰ ἔλεγε, πῶς ἡ στείρωσις καὶ τὸ γῆρας ἦσαν δύο ἐμπόδια εἰς τὴν φύσιν πολλὰ μεγάλα, ἦσαν δύο αἰτίαι, διὰ τὰς ὁποίας ἦτο ἀδύνατον νὰ τεκνοποιήσουν.