Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ἄθλησις τοῦ Ἁγίου Ὁσιομάρτυρος ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ τοῦ Νέου, τοῦ Καρπενησιώτου.

Φθάσας λοιπὸν ἐκεῖ ἔμεινε κεκρυμμένος ἡμέρας τινὰς πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ συναντήσῃ τὸν ἀδελφόν του καὶ πρὸ τῆς παρουσιάσεώς του ἀπηύθυνεν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἐν τῇ Σκήτῃ Γέροντά του, ἵνα ἀναγινώσκῃ παράκλησιν. Ἔπειτα ἔσπευσε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ποτὲ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ἐνδεδυμένος μὲ διαφορετικὸν σχῆμα, ὥστε δὲν διεκρίνετο ἂν ἦτο λαϊκὸς ἢ Μοναχός. Ἀλλ’ οἱ παρὰ τὴν θύραν ὑπηρέται ἀπεδίωξαν αὐτόν. Οὗτος ὅμως εἶπε πρὸς αὐτούς· «Διατί μὲ ἀποδιώκετε, ἐνῷ ἐγὼ ἦλθον φέρων χαροποιὸν ἀγγελίαν εἰς τὸν κύριόν σας;». Τότε οἱ ὑπηρέται, ὡς ἤκουσαν τοῦτο, εἶπον εἰς αὐτόν· «Ποῖος ἄνθρωπος εἶσαι σύ, ὅστις φέρεις ἀγαθὰς ἀγγελίας εἰς τὸν κύριον ἡμῶν;». Ὁ δὲ εἶπεν· «Μικρὸς μὲν καὶ ταπεινὸς φαίνομαι, ἔχω ὅμως μέγαν αὐθέντην». Ὅθεν οἱ ὑπηρέται ἐκεῖνοι εἰδοποίησαν τὸν κύριόν των, καὶ οὕτως ἐδόθη ἡ ἄδεια καὶ παρουσιάσθη εἰς τὸν ἄλλοτε κύριόν του Ὀθωμανόν.

Ὁ Ὀθωμανός, ὡς τὸν εἶδεν, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ποῖος ἄνθρωπος εἶσαι σύ, καὶ πῶς ἦλθες ἐνταῦθα;». «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ἄκακος μικρὸς Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἐκ τῆς ἀκακίας μου καὶ τῆς νηπιότητός μου ἐδέχθην τοὺς δολεροὺς καὶ ἀσεβεῖς λόγους τῆς γυναικός σου, καὶ σοῦ τοῦ ἰδίου, καὶ ἀπὸ Χριστιανοῦ μὲ ἐκάμετε Τοῦρκον. Διὸ καὶ τώρα ἦλθον νὰ ὁμολογήσω ἐνώπιόν σας τὴν ἀλήθειαν, ὅτι τότε μὲν ὡς μικρὸς καὶ ἄκακος ἐξηπατήθην, ἤδη δὲ ὅτε ἐλθὼν εἰς ἡλικίαν ἐγνώρισα τὸ φῶς ἀπὸ τοῦ σκότους, ὁμολογῶ καὶ κηρύττω ὅτι Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θὲλω νὰ ἀποθάνω» εἶπεν ὁ Μάρτυς μετὰ παρρησίας. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὀθωμανὸς ἔμεινεν ἐκστατικός. Γνωρίζων ὅμως τὴν ἰδιότητα τοῦ Μάρτυρος, ὅστις παρεδέχετο εὐκόλως τὰς κολακείας, δὲν ὠνείδισε αὐτὸν ἀμέσως, ἀλλὰ τὸν ἐδέχθη μὲ λόγους θωπευτικούς, καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκόν του ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, προτρέπων αὐτὸν μὲ ποικίλους τρόπους καὶ ὑποσχόμενος εἰς αὐτὸν πλοῦτον καὶ τιμάς, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἐπαναφέρῃ αὐτὸν εἰς τὸν Ἰσλαμισμόν. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ἔμενε στερεὸς καὶ ἀκλόνητος εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, εἰς οὐδὲν λογιζόμενος τὰ ἐπίγεια καὶ πρόσκαιρα ἀγαθά.

Ἰδὼν λοιπὸν ὁ ἄλλοτε κύριός του τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, ἢ καὶ διότι ἠθέλησε νὰ τὸν δοκιμάσῃ, λέγει πρὸς αὐτόν· «Ἐπειδὴ θέλεις νὰ εἶσαι Χριστιανός, ὕπαγε εἰς ἕτερον τόπον νὰ ζήσῃς. Ἄλλ’ ἕως ὅτου ἐξέλθῃς ἐντεῦθεν, πρέπον εἶναι νὰ λέγῃς ὅτι εἶσαι Μουσουμᾶνος, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ ἡ ζωή σου, διότι λυποῦμαι τὴν νεότητά σου καὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω τὸν θάνατόν σου, ἀφοῦ σὲ εἶχον ὡς τέκνον μου». Ὁ Μάρτυς ὅμως εἶπεν εἰς αὐτόν· «εὐχαριστῶ σε, διότι μοῦ χαρίζεις τὴν ζωήν, καὶ μοῦ δίδεις τὴν ἄδειαν νὰ ζήσω ὡς Χριστιανός.