Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΝΕΟΦΥΤΟΥ.

Ἔκαμε λοιπὸν ἐκεῖ ὁ Νεόφυτος ἕνα χρόνον μὲ ἄρτον οὐράνιον τρεφόμενος, μὲ πνεῦμα θεϊκὸν στηριζόμενος, ὅτι καθ’ ἑκάστην ἤρχετο Ἅγιος Ἄγγελος καὶ τοῦ ἔφερε τὴν διατεταγμένην τροφήν· εἰς τὸ τέλος δὲ τοῦ ἔτους μὲ τὴν τροφὴν τοῦ ἔδωκε καὶ ἕνα βιβλίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἦσαν γεγραμμένα ταῦτα τὰ λόγια· «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, τάδε προστάσσω ἐσὲ τὸν Νεόφυτον καὶ ἐντέλλομαι· ὁ ἀριθμὸς τῶν χρόνων σου πλησιάζει εἰς τὸ τέλος. Λοιπὸν ἄφες τὸ ὄρος καὶ ὕπαγε εἰς τὴν πατρίδα σου νὰ γηροτροφήσῃς τοὺς γονεῖς σου, καὶ ὅταν τοὺς ἐνταφιάσῃς, στρέψον πάλιν πρὸς ἐμὲ τὸν οὐράνιον πατέρα σου». Ὡς δὲ ὁ Ἅγιος ἀνέγνωσε τὰ γραφόμενα ταῦτα τοῦ βιβλίου καὶ εἶδεν ὅτι ἐπροστάσσετο νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸ ὄρος, ἐπικράνθη ὥσπερ νὰ ἔφευγεν ἀπὸ τὸν Παράδεισον· καὶ πρῶτον μὲν ἐδίσταζεν εἰς τὴν διάνοιαν, νὰ ὑπάγῃ ἢ νὰ μείνῃ· ἔπειτα, συλλογιζόμενος ὅτι εἶναι μεγάλος τῆς ἀπειθείας ὁ κίνδυνος καὶ ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ παρακούσῃ τὸ θεῖον πρόσταγμα, κατέβη ἀπὸ τὸ ὄρος, ἐλπίζων εἰς τὸν Κύριον νὰ οἰκονομήσῃ τὰ κατ’ αὐτόν, καθὼς βούλεται. Καὶ εἰσῆλθε μὲν εἰς τὴν πόλιν καὶ ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς του κατὰ τὸ θεῖον πρόσταγμα, ἀλλὰ πάλιν τὴν ἀσκητικὴν διαγωγὴν δὲν ἄφησεν, οὔτε ποσῶς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐχώρισεν, ἀλλὰ ἔζη ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ὁ Χριστὸς εἰς αὐτὸν κατὰ τὸν Ἀπόστολον. Ὅταν δὲ ἐνεταφίασε τοὺς γονεῖς του καὶ ἐμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχοὺς τὰ πράγματά των, ἀνέβη πάλιν εἰς τὸ ὄρος καὶ ἠσκήτευεν ὡς καὶ πρότερον, διάγων πολιτείαν ἰσάγγελον. Αὐτὰ εἶναι τοῦ Νεοφύτου τὰ τῆς νεότητος αὐτοῦ κατορθώματα καὶ ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα. Τώρα δὲ νὰ εἴπωμεν τὴν ἐπιπονωτέραν ζωὴν καὶ τὰ μαρτυρικά του παλαίσματα, διὰ τὰ ὁποῖα ἔλαβε πλουσίας ἀμοιβὰς καὶ ἐστολίσθη μὲ δύο στεφάνους, τῆς ἀσκήσεως, λέγω, καὶ τῆς ἀθλήσεως.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐβασίλευον ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς οἱ ἀντίχριστοι, οἵτινες εἶχον ἀποστείλει εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῶν Βιθυνῶν σκληρόν τινα καὶ ἀπάνθρωπον ἄρχοντα, ὀνομαζόμενον Μάξιμον, εἰς τὴν ὄψιν θηριώδη καὶ εἰς τὴν γνώμην θηριωδέστερον, ὅστις ἐβασάνιζε τοὺς Χριστιανοὺς τοσοῦτον ἄσπλαγχνα, ὥστε τοῦ ἐφαίνετο μικρὰ παίδευσις νὰ τοὺς καίῃ, νὰ τοὺς κατακόπτῃ εἰς πολλὰ τεμάχια ἢ νὰ τοὺς ρίπτῃ εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν ἠρεύνα εἰς τὴν πονηράν του διάνοιαν νέους τρόπους καὶ ἀρρήτους μηχανὰς κολάσεων, διὰ νὰ φονεύῃ τὴν ψυχὴν πρὸ τοῦ σώματος ὁ παμμίαρος καὶ ἄλλοι μὲν ἐνικῶντο ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τῶν κολάσεων καὶ ἐθυσίαζον εἰς τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα, προτιμῶντες (φεῦ!) ζωὴν πρόσκαιρον καὶ