Μετά τινας ἡμέρας ἔφεραν οἱ ἄδικοι τὸν δίκαιον εἰς τὸ κριτήριον, προστάσσει δὲ ὁ βασιλεὺς πολυμήχανόν τινα, δεινὸν εἰς τοὺς λόγους καὶ ἀναίσχυντον, ὅστις ἦτο καὶ σακελλάριος, νὰ κρίνῃ τὸν Ὅσιον. Οὗτος δὲν τὸν ηὐλαβήθη ποσῶς οὔτε διὰ τὸ γῆρας, καθότι ἦτο τότε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ὀγδοήκοντα (80) χρόνους, οὔτε διὰ τὴν σεμνοπρέπειάν του καὶ τὸ ἀγγελικόν του εἶδος, οὔτε διὰ τὴν ἄλλην του κοσμιότητα, ἀλλὰ τὸν κατεφρόνησεν ὁ ἀφρονέστατος ὅσον ἠδυνήθη, διότι δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν νικήσῃ εἰς τὴν διάλεξιν, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦτο σοφώτατος καὶ τοῦ ἀπεδείκνυε τὴν αἵρεσιν αὐτῶν μὲ γραφικὰς ἀποδείξεις. Μαθὼν ὁ βασιλεὺς ὅτι ὁ σακελλάριος ἐνικήθη καὶ κατησχύνθη ἀπὸ τὸν Ἅγιον, ἐθυμώθη διότι δὲν ἔγινεν ὁ λόγος του καὶ τὸν μὲν Ἅγιον ἐξώρισεν εἰς τὴν Θρᾴκην εἰς τὴν χώραν τῆς Βιζύης, τὸν ἕνα Ἀναστάσιον εἰς Πέρβην καὶ τὸν ἕτερον εἰς Μεσημβρίαν. Ἀλλὰ πάλιν καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐξορίαν δὲν ἔπαυεν ἐκείνη ἡ θεολόγος γλῶσσα νὰ κηρύττῃ τὴν ἀλήθειαν, ἡ δὲ δεξιά του δὲν ἐκουράζετο γράφουσα καὶ ἐλέγχουσα τοὺς μονοθελήτας. Ταύτας τὰς ἐπιστολὰς ἔστελλε πανταχοῦ ὁ μακάριος νουθετῶν τοὺς ἀμαθεῖς καὶ στηρίζων εἰς τὴν εὐσέβειαν. Ἔγραψε δὲ ὁ Ὅσιος καὶ ἄλλους λόγους διαφόρους, ἡρμήνευσε τῆς παλαιᾶς καὶ νέας Γραφῆς ὅλα τὰ δυσνόητα, ἡρμήνευσε τὸν ἀρεοπαγίτην Διονύσιον, ὡς εἴπομεν, τὸν θεολόγον Γρηγόριον, τὴν ἁγίαν Λειτουργίαν, ἐξήγησε τὴν σημασίαν ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ἔγραψε τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ ἠθικοὺς αὐτοῦ λόγους καὶ συνέγραψε διάφορα συγγράμματα θεολογικὰ καὶ πάνσοφα ὁ σοφώτατος, τὰ ὁποῖα ὅλα εἶναι ὠφέλιμα καὶ πλήρη θείας χάριτος, τοσοῦτον ὥστε δὲν ψεύδονται ὅσοι τὸν λέγουν νέον Χρυσόστομον.
Μετὰ δὲ χρόνους τινὰς ὁ βασιλεὺς Κώνστας ἐσκέφθη νὰ δοκιμάσῃ καὶ πάλιν τον Ἅγιον, μήπως καὶ μετεμελήθη διὰ τὴν κακοπάθειαν τῆς ἐξορίας καὶ ἔλθῃ εἰς τὸ θέλημά του· ὅθεν ἔστειλε νὰ τὸν φέρουν μετὰ τῶν μαθητῶν του μὲ μεγάλην τιμήν. Ὅταν δὲ τοὺς ἔφεραν, ἔβαλε σοφοὺς ἀνθρώπους, Ἀρχιερεῖς καὶ ἄρχοντας, νὰ καταπείσουν τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθησαν οὔτε μὲ λόγους νὰ τὸν νικήσουν οὔτε μὲ ἀπειλάς. Ὅθεν προσέταξεν ὁ ἄδικος βασιλεὺς νὰ τοὺς μαστιγώσουν καὶ τοὺς τρεῖς, νὰ τοὺς διαπομπεύσουν καὶ νὰ κόψουν τὰς χεῖρας καὶ τὰς γλώσσας των. Λαβὼν λοιπὸν ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως τὸν Ἅγιον καὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον· καὶ πρῶτον μὲν ἥπλωσαν τέσσαρες τὸν θεῖον Μάξιμον καὶ τὸν ἔδερον ἄσπλαγχνα χωρὶς νὰ λυπηθῇ ὁ μιαρὸς ἔπαρχος τὸ γῆράς του ἢ τὰ ρυτιδωμένα καὶ ἀδυνατισμένα ἀπὸ τὴν ἐγκράτειαν μέλη του, μάλιστα δὲ τοσοῦτον αὐτὸν ἐξέσχισαν, ὥστε ἐβάφη ἀπὸ τὸ αἷμα ὅλον τὸ ἔδαφος καὶ δὲν ἔμεινε μέλος τοῦ σώματος ἢ μέρος τῆς σαρκὸς αὐτοῦ ἀπλήγωτον, ἀλλὰ ἦτο μία πληγὴ ὅλον τὸ ἅγιον σῶμά του. Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐμαστίγωσεν ὁ θηριώδης βασιλεὺς καὶ τοὺς δύο μαθητάς του Ἀναστασίους χωρὶς καμμίαν συμπάθειαν· ὕστερον τοὺς ἐφυλάκισαν, ὀλίγον εἰσέτι ἀναπνέοντας.