Τῇ ΚΑ’ (21ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος, εἰς ἔλεγχον τῶν ἀσεβῶν καὶ βεβαίωσιν ἡμῶν τῶν πιστῶν, ἔγραψεν ἐπιστολὰς καὶ τὰς ἔστειλεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον νὰ στερεώνεται ἡ εὐσέβεια. Παρέμεινε δὲ ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην καὶ πολλοὶ ἐσυνάζοντο καθ’ ὥραν καὶ τὸν ἠρώτων διάφορα πράγματα, ἔδιδε δὲ εἰς ἕκαστον τὴν ἁρμόζουσαν ἀπόκρισιν καὶ παρεκίνει πάντας πρὸς ἔνθεον ἔρωτα, ὅτι τοῦτο ἦτο ὅλη του ἡ φροντὶς καὶ μέριμνα, καθὼς εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ τὰ συγγράμματα σαφέστερον φαίνεται. Τόσα ἔγραψε περὶ καταφρονήσεως τῶν σωματικῶν θελημάτων καὶ πάντων τῶν ψυχοβλαβῶν ὀρέξεων καὶ μάλιστα εἰς ἔπαινον τῆς ἀγάπης, ὥστε ὅστις ἀναγνώσῃ τοὺς λόγους του θέλει συγχωρήσει εἰς τοὺς ἐχθρούς του τὰ πταίσματα καὶ ἀγαπήσει αὐτοὺς ὡς φίλους του καὶ θέλει παρακινηθῆ πρὸς θεῖον ἔρωτα. Καὶ διὰ νὰ μὴ μακρύνω τὴν διήγησιν, δὲν εἶναι καμμία σχεδὸν ἀκριβὴς ἐξήγησις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ εὕρῃς εἰς τὰ σοφὰ καὶ θαυμάσια τοῦ Ὁσίου συγγράμματα μὲ τὰ λεπτὰ νοήματα καὶ πραγματικὰ ὑποδείγματα. Οὗτος δὲ ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἐξήγησε καὶ τὰ ὑψηλὰ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου συγγράμματα, βλέπων ὅτι ἦσαν ταῦτα ἀκατανόητα. Ἂς μὴ μακρύνωμεν ὅμως περισσότερον τὸν λόγον μὲ τὴν συγγραφικὴν δρᾶσιν τοῦ Ἁγίου καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἀγῶνας καὶ εἰς τὰ μαρτυρικά του παλαίσματα.

Κατὰ τὸν ἔνατον χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Κώνσταντος, ἀπογόνου τοῦ Ἡρακλείου, ἔχων πόθον καὶ οὗτος ὁ βασιλεύς, ὡς μονοθελήτης, νὰ φέρῃ ὅλον τὸν κόσμον εἰς τὴν κακοδοξίαν του καὶ ἀκούων ὅτι εἰς τὴν Ρώμην δὲν ἐπείθοντο εἰς τὸ πρόσταγμά του, ἔχοντες τὸν μέγαν Μάξιμον σύμβουλον καὶ διδάσκαλον, προσέταξε νὰ τὸν φέρουν εἰς τὰ βασίλεια μαζὶ μὲ δύο μαθητάς του, οἵτινες καὶ οἱ δύο ὠνομάζοντο Ἀναστάσιοι, ὁ δὲ εἷς ἀπ’ αὐτοὺς ἦτο ἀποκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Οὗτος ἔφερε κατόπιν καὶ τὸν Πάπαν Μαρτῖνον καὶ ἄλλους ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας, τοὺς ὁποίους ἐξώρισεν εἰς τὴν Χερσῶνα καὶ εἰς ἄλλους διαφόρους τόπους. Τὸν δὲ θεῖον Μάξιμον ἐβασάνισε περισσότερον, ὅτι αὐτὸν ἐσπούδαζε νὰ διαστρέψῃ μᾶλλον ὁ μάταιος, βάλλων κατὰ νοῦν, ὅτι ἐὰν φέρῃ αὐτὸν εἰς τὴν γνώμην του, ἐν εὐκολίᾳ θὰ ἐπείθοντο καὶ οἱ ἐπίλοιποι. Ἐτραβοῦσαν λοιπὸν αὐτὸν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀσκεπῆ καὶ ἀνυπόδητον καθ’ ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ εἷς δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἠκολούθει καὶ ἀνεστέναζε, βλέπων τὴν πολλὴν ἀτιμίαν τοῦ Ὁσίου καὶ κακοπάθειαν. Φθάσαντες δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὸν ἐφυλάκισεν ὁ βασιλεὺς εἰς τόπον τινὰ σκοτεινόν, ξεχωριστὰ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, διὰ νὰ μὴ ἔχῃ οὐδεμίαν ἀνθρωπίνην βοήθειαν ἢ παρηγορίαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἰακωβῖται καλοῦνται οἱ μονοφυσῖται τῆς ΒΑ Συρίας, ὀνομασθέντες οὕτω ἀπὸ τοῦ Ἰακώβου τοῦ Βαραδαίου (ρακενδύτου), ὁ ὁποῖος ἦτο Μοναχὸς καὶ Πρεσβύτερος Μονῆς παρὰ τὴν Νίσιβιν, μαθητὴς δὲ τοῦ περιφήμου Μονοφυσίτου Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σευήρου. Κατόπιν τῶν διωγμῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ Μονοφυσῖται ἐκινδύνευον νὰ διαλυθοῦν· διὰ τοῦτο ὁ Βαραδαῖος ἦλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπέτυχε προστασίαν παρὰ τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας, οὕτω δὲ κατώρθωσε νὰ χειροτονηθῇ κρυφίως Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης τῆς Μεσοποταμίας. Διὰ τῆς μεγάλης δραστηριότητός του κατώρθωσε νὰ διατηρήσῃ τὸν Μονοφυσιτισμὸν εἰς τὰς χώρας ἐκείνας, δι’ αὐτὸ καὶ οἱ Μονοφυσῖται ὠνομάσθησαν ἀπ’ αὐτοῦ Ἰακωβῖται. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται ἐνταῦθα ὡς ἐξαπατήσας τὸν Ἡράκλειον εἶναι ὁ Μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος ὁ Α’ (594-630), ὁ ἐπικαλούμενος καμηλάτης. Ἐκλεγεὶς Πατριάρχης εἰργάσθη μὲ πολλὴν δραστηριότητα ὑπὲρ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος, πολεμῶν ἐναντίον τῶν Περσῶν ἔφθασε πλησίον τῆς πόλεως Βεροίας τῆς Συρίας (τοῦ σημερινοῦ Χαλεπίου), ὁ Ἀθανάσιος ἐπῆγε πρὸς συνάντησιν καὶ ὑποδοχήν του μὲ 12 Ἐπισκόπους. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν φαίνεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος συνεπάθησε τὸν Ἀθανάσιον.