Τῇ ΚΑ’ (21ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ.

κακοπάθειαν, σκληραγωγίαν, ἀγρυπνίαν καὶ προσευχὴν ὁλονύκτιον καὶ πᾶσαν ἄλλην στενοχωρίαν σαρκός, διὰ νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ψυχὴν ἀνάπαυσιν. Τοσοῦτον δὲ ἠγωνίζετο ὁ μακάριος, ὥστε ἐντὸς ὀλίγου χρόνου ἐπερίσσευσεν ὅλους τοὺς Μοναχοὺς τῆς Μονῆς ἐκείνης εἴς τε τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας καὶ εἰς τὴν πολιτείαν αὐτοῦ τὴν ἀγγελικὴν καὶ θαυμάσιον.

Ταῦτα, βλέποντες οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Μοναστηρίου καὶ εὐλαβούμενοι τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ τὸν παρεκάλεσαν πολὺ νὰ τον ψηφίσουν Ἡγούμενον, ὅτι ὁ προεστὼς ἐκείνης τῆς Μονῆς ἐκοιμήθη ὀλίγας ἡμέρας πρότερον. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ἀείμνηστος ἐμίσει τὴν ἀρχὴν ὡς φορτίον βαρύτατον καὶ οὐδόλως ἐδέχετο ταύτην· ἔπειτα ὅμως, ὅταν εἶδε τὸν μεγάλον πόθον των καὶ τὴν μεγάλην βίαν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμνον, ἔστερξε διὰ τὴν ψυχικήν των ὠφέλειαν καὶ δεχθεὶς τὴν προστασίαν, δὲν ἐφρόντιζε πλέον μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτοὺς νὰ σωθῶσιν, ἐπειδὴ ὁ προεστὼς μέλλει νὰ δώσῃ ἀπολογίαν δι’ ὅλον τὸ ὑπήκοον. Ὅτι ὅταν εἶναί τις Μοναχὸς αὐτεξούσιος, κἂν ὀλίγον τελέσῃ, κἂν πολὺν ἀγῶνα, ὅσον δύναται, δὲν ἁμαρτάνει· ἀλλ’ ὅταν ἔχῃ ψυχὰς ἐπάνω του καὶ ἀμελήσῃ ὀλίγον ἀπὸ τὴν τοῦ κανόνος ἀκρίβειαν, εἶναι καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους μεγάλος κίνδυνος, διότι ὅλοι λαμβάνουν ἀπὸ τοῦ προεστῶτος ὑπόδειγμα. Ταῦτα γινώσκων ὁ θεῖος Μάξιμος δὲν ἠμέλει ποσῶς οὔτε ἔπαυε καθ’ ἑκάστην νὰ τοὺς διδάσκῃ μὲ ἔργα καὶ λόγους ποτὲ μὲν μὲ ἡμερότητα, ποτὲ δὲ πάλιν μὲ τραχύτητα κατὰ τὸν καιρόν, ἕως νὰ τοὺς φέρῃ εἰς ὅσα ἐγνώριζεν ὅτι ἦσαν ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα.

Βλέπων δὲ ὁ Ὅσιος καθ’ ἑκάστην αὐξανομένην τὴν αἵρεσιν ἀπὸ τοὺς κακοὺς προστάτας τῶν Μονοθελητῶν, ἐλυπεῖτο καὶ ἔκλαιε· πλὴν μὴ δυνάμενος νὰ τὴν ἐξαλείψῃ, διότι ἦτο σχεδὸν πανταχοῦ διαδεδομένη καὶ ἐρριζωμένη, ἔβαλε κατὰ νοῦν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ρώμην, ἥτις μόνη ἦτο ἀμέτοχος τοιαύτης αἱρέσεως. Ἐσυμβουλεύθη λοιπὸν εἰς τοῦτο τοὺς ἀδελφούς, οἵτινες ἐλυπήθησαν πολύ, ἀκούσαντες ὅτι ἔμελλον νὰ μείνουν ἔρημοι τοιούτου ποιμένος. Πλὴν μὴ δυνάμενοι νὰ ἐναντιωθοῦν εἰς τὴν ἀναχώρησίν του ὑπεχώρησαν καὶ δὲν τὸν ἐστενοχώρησαν, διὰ νὰ μὴ φανῶσι παρήκοοι, ἐπειδὴ μάλιστα ἦτο κατὰ Θεὸν ἡ ὁδοιπορία του. Ἐβάδισε λοιπὸν τὴν ὁδὸν μὲ πολὺν κόπον καὶ κακοπάθειαν, τόσων ἡμερῶν δρόμον, διὰ νὰ στηρίξῃ κἂν ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην τοὺς εὐσεβεῖς, νὰ μὴ πέσουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν αἵρεσιν ταύτην τὴν ἄτοπον, περὶ τῆς ὁποίας θὰ εἴπωμεν ὀλίγα πόθεν αὕτη ἔλαβε τὴν ἀρχὴν καὶ πῶς ηὔξησεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἰακωβῖται καλοῦνται οἱ μονοφυσῖται τῆς ΒΑ Συρίας, ὀνομασθέντες οὕτω ἀπὸ τοῦ Ἰακώβου τοῦ Βαραδαίου (ρακενδύτου), ὁ ὁποῖος ἦτο Μοναχὸς καὶ Πρεσβύτερος Μονῆς παρὰ τὴν Νίσιβιν, μαθητὴς δὲ τοῦ περιφήμου Μονοφυσίτου Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σευήρου. Κατόπιν τῶν διωγμῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ Μονοφυσῖται ἐκινδύνευον νὰ διαλυθοῦν· διὰ τοῦτο ὁ Βαραδαῖος ἦλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπέτυχε προστασίαν παρὰ τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας, οὕτω δὲ κατώρθωσε νὰ χειροτονηθῇ κρυφίως Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης τῆς Μεσοποταμίας. Διὰ τῆς μεγάλης δραστηριότητός του κατώρθωσε νὰ διατηρήσῃ τὸν Μονοφυσιτισμὸν εἰς τὰς χώρας ἐκείνας, δι’ αὐτὸ καὶ οἱ Μονοφυσῖται ὠνομάσθησαν ἀπ’ αὐτοῦ Ἰακωβῖται. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται ἐνταῦθα ὡς ἐξαπατήσας τὸν Ἡράκλειον εἶναι ὁ Μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος ὁ Α’ (594-630), ὁ ἐπικαλούμενος καμηλάτης. Ἐκλεγεὶς Πατριάρχης εἰργάσθη μὲ πολλὴν δραστηριότητα ὑπὲρ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος, πολεμῶν ἐναντίον τῶν Περσῶν ἔφθασε πλησίον τῆς πόλεως Βεροίας τῆς Συρίας (τοῦ σημερινοῦ Χαλεπίου), ὁ Ἀθανάσιος ἐπῆγε πρὸς συνάντησιν καὶ ὑποδοχήν του μὲ 12 Ἐπισκόπους. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν φαίνεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος συνεπάθησε τὸν Ἀθανάσιον.