Τῇ ΚΑ’ (21ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ.

ΕΙΚΟΝΑ

ΜΑΞΙΜΟΣ ὁ θαυμάσιος Πατὴρ ἡμῶν ἔζη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου ἐν ἔτει χμ’ (640) ἔφθασε δὲ καὶ μέχρι τῶν ἡμερῶν τῶν διαδόχων αὐτοῦ. Ἐγεννήθη εἰς τὴν βασιλίδα τῶν Πόλεων ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς, ἔτυχε δὲ ἐκ νεότητος ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ καλόγνωμος, ἔχων εἰς τὸν ἑαυτόν του τὰ χαρίσματα τῆς ἀρετῆς. Οἱ δὲ γονεῖς του τὸν ἐβάπτισαν ἀπὸ μικρόν, βλέποντες εἰς αὐτὸν καλὰ προμηνύματα, καὶ ὅσον ἐμεγάλωνε τοσοῦτον ἐπρόκοπτεν εἰς τελείωσιν. Ὅθεν δίδοντες αὐτὸν εἰς διδασκάλους, ἔμαθεν εἰς ὀλίγον χρόνον ἀνείκαστον παίδευσιν, διότι ἦτο πολὺ εὐφυὴς εἰς τὸν νοῦν καὶ κατελάμβανε μὲ πολλὴν εὐκολίαν τὰ μαθήματα. Λοιπὸν ἀφοῦ ἔμαθε τὴν γραμματικὴν καὶ ποίησιν, τὸν ἔβαλαν εἰς τὰς ἐπιστήμας καὶ τόσην ἐπιμέλειαν ἔβαλεν εἰς τὴν ρητορικὴν καὶ φιλοσοφίαν, ὥστε οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ τὸν νικήσῃ εἰς τὴν διάλεξιν, διότι εἶχε γνῶσιν πολλὴν καὶ νοὸς ὀξύτητα, προσθέτων εἰς τὴν εὐφυΐαν τὴν ἐπιμέλειαν· ὅθεν ἔγινεν εἰς τὴν φιλοσοφίαν τέλειος, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν ὅλον τὸ ὠφέλιμον, ἀφήνων τὸ ψυχοβλαβὲς καὶ ἄχρηστον, διότι ἔχων τὸν πόθον νὰ ἀρέσῃ μόνον εἰς τὸν Θεόν, ἐκαρπώνετο ἀπὸ τὰ μαθήματα ὅλον τὸ ψυχωφελὲς καὶ θεάρεστον· ἦτο δὲ τόσον ταπεινὸς καὶ μέτριος, ὥστε δὲν ἐκενοδόξει ποσῶς διὰ τὴν εὐγένειαν τοῦ γένους του, οὔτε διὰ τὴν σοφίαν καὶ ἀρετήν του, ἀλλὰ ἦτο ἀπὸ ὅλους ταπεινότερος καὶ διὰ τὴν πολλήν του ταύτην μετριότητα τὸν εἶχον ὅλοι εἰς περισσὴν εὐλάβειαν καὶ πάντες τὸν ἐσέβοντο καὶ τὸν ἐθαύμαζον.

Τὴν φήμην τοῦ Μαξίμου ἀκούσας καὶ ὁ Ἡράκλειος, ὅστις ἦτο τότε βασιλεὺς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, προσέλαβεν αὐτὸν ὡς γραμματέα του καὶ τὸν κατέστησε πρῶτον εἰς τὸ παλάτιον, ἵνα γράφῃ τὰ βασιλικὰ ὑπομνήματα καὶ συντάσσῃ τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα τοῦ παλατίου, διότι δὲν ἦτο ἄλλος ὅμοιός του νὰ σχεδιάσῃ λόγον ἢ νὰ δώσῃ βουλὴν εἰς πᾶσαν ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν. Τοῦτο δὲ ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς χωρὶς νὰ θέλῃ τοῦτο ὁ μέγας Μάξιμος, διότι ἐκεῖνος εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γίνῃ Μοναχός, πλὴν ἐπειδὴ τὸν ἐβίασεν ὁ βασιλεὺς ἔστερξε, μὴ δυνάμενος νὰ τοῦ ἐναντιωθῇ ἀλλὰ ὕστερα πάλιν ἔφυγεν ἀπὸ τὸ παλάτιον, διότι ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησίαν συγχυζομένην ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Μονοθελητῶν. Ὅθεν εὑρίσκων αὐτὴν τὴν εὔλογον πρόφασιν καὶ ἐπιθυμῶν βίον ἡσύχιον καὶ ἀτάραχον, ἀπαρνεῖται δόξαν, συγγένειαν καὶ πᾶσαν ἄλλην σωματικὴν ἀπόλαυσιν, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ Μοναστήριον, ὅπερ ὠνόμαζον Χρυσόπολιν, ἐκεῖ δὲ κουρεύσας τὰς τρίχας ἐνδύεται ράσα τρίχινα καὶ ἐπέρνα μὲ πολλὴν


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἰακωβῖται καλοῦνται οἱ μονοφυσῖται τῆς ΒΑ Συρίας, ὀνομασθέντες οὕτω ἀπὸ τοῦ Ἰακώβου τοῦ Βαραδαίου (ρακενδύτου), ὁ ὁποῖος ἦτο Μοναχὸς καὶ Πρεσβύτερος Μονῆς παρὰ τὴν Νίσιβιν, μαθητὴς δὲ τοῦ περιφήμου Μονοφυσίτου Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σευήρου. Κατόπιν τῶν διωγμῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ οἱ Μονοφυσῖται ἐκινδύνευον νὰ διαλυθοῦν· διὰ τοῦτο ὁ Βαραδαῖος ἦλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπέτυχε προστασίαν παρὰ τῆς αὐτοκρατείρας Θεοδώρας, οὕτω δὲ κατώρθωσε νὰ χειροτονηθῇ κρυφίως Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης τῆς Μεσοποταμίας. Διὰ τῆς μεγάλης δραστηριότητός του κατώρθωσε νὰ διατηρήσῃ τὸν Μονοφυσιτισμὸν εἰς τὰς χώρας ἐκείνας, δι’ αὐτὸ καὶ οἱ Μονοφυσῖται ὠνομάσθησαν ἀπ’ αὐτοῦ Ἰακωβῖται. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται ἐνταῦθα ὡς ἐξαπατήσας τὸν Ἡράκλειον εἶναι ὁ Μονοφυσίτης Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος ὁ Α’ (594-630), ὁ ἐπικαλούμενος καμηλάτης. Ἐκλεγεὶς Πατριάρχης εἰργάσθη μὲ πολλὴν δραστηριότητα ὑπὲρ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος, πολεμῶν ἐναντίον τῶν Περσῶν ἔφθασε πλησίον τῆς πόλεως Βεροίας τῆς Συρίας (τοῦ σημερινοῦ Χαλεπίου), ὁ Ἀθανάσιος ἐπῆγε πρὸς συνάντησιν καὶ ὑποδοχήν του μὲ 12 Ἐπισκόπους. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν φαίνεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος συνεπάθησε τὸν Ἀθανάσιον.