Διήγησις περὶ τῆς ὑπὸ τῶν βαρβάρων αἰχμαλωσίας τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου κατὰ τὴν ἐπιδρομήν των ἐναντίον τῶν Ὁσίων Πατέρων τοῦ Σινᾶ καὶ τῆς Ραϊθοῦς. Τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Σιναΐτου.

εἰς τὴν ἀγοράν, παρακινοῦντες τοὺς ἐγχωρίους νὰ μὲ ἀγοράσουν, καὶ οὐδεὶς ἔδωκεν ἀπὸ τρία χρυσᾶ περισσότερον. Ὅθεν ἐξεγύμνωσαν τὸ ξίφος καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς τὸν τράχηλόν μου νὰ μὲ ἀποκεφαλίσουν. Ἐγὼ δὲ παρεκάλουν τοὺς παρόντας νὰ μὲ πάρουν, νὰ δώσουν ὅσα τοὺς ἐζητοῦσαν νὰ μὲ ἀγοράσουν, καὶ τοὺς τὰ ἔδιδα ὓστερα, νὰ δουλεύω ἐκείνου ὅστις μὲ λυτρώσῃ ὅλην μου τὴν ζωὴν πρὸς χάριν του. Ἰδὼν δὲ εἷς ὅτι ἔκλαιον, ἐλυπήθη καὶ μὲ ἠγόρασε, καὶ ὓστερα μὲ ἐξηγόρασεν ἐδῶ εἷς Ἱερεύς, καὶ μὲ ἀγαπᾷ ὡς τέκνον του. Δόξασε λοιπόν, ὦ πάτερ, τὸν Κύριον, ὅτι μὲ ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὸν θάνατον». Ἐγὼ δὲ εἶπον εἰς αὐτόν· «Σὺ μέν, ὦ τέκνον, μυρίους κινδύνους καὶ θανάτους μὲ τὴν προσδοκίαν ὑπέμεινας, ἐγὼ δέ, ὅταν ἠχμαλωτίσθης, ἔταξα τοῦ Δεσπότου μας, ἐὰν μὲ ἀξιώσῃ νὰ σὲ ἀπολαύσω ζῶντα, νὰ περάσω τὸ ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς μου μὲ σκληραγωγίαν μεγάλην καὶ ἐγκράτειαν· ταῦτα ὑποσχόμενος, ἤκουσα φωνὴν καὶ ἔλεγεν· «Ὁ Θεὸς νὰ στερεώσῃ τὸν λόγον σου». Λοιπὸν τώρα δὲν εἶναι πρέπον νὰ ψευσθῶ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ πρέπει νὰ πληρώσω μὲ προθυμίαν τὴν ὑπόσχεσιν». Λέγει τότε εἰς ἐμὲ ὁ Θεόδουλος· «Ἐγώ, πάτερ, νὰ γίνω προθύμως συγκοινωνὸς εἰς αὐτὴν τὴν σκληραγωγίαν, νὰ σοῦ βοηθῶ εἰς τὴν κακοπάθειαν, καθὼς καὶ τῆς χάριτος ἐκοινώνησα καὶ τὴν εὐεργεσίαν ἀπήλαυσαι». Ἐγὼ δὲ ἔκαμον προσευχὴν νὰ τελειώσουν κατὰ τοὺς λόγους τὰ πράγματα, νὰ ἔχωμεν καὶ μισθὸν μεγάλον ἀμφότεροι.

Ἀφοῦ λοιπὸν συνηυφράνθημεν, μᾶς ἐφιλοξένησεν ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, δεικνύων πρὸς ἡμᾶς πολλὴν ἀγάπην ὡς θεοφιλέστατος ὅπου ἦτο καὶ χριστομίμητος, καὶ πολὺ μᾶς παρεκάλεσε νὰ παραμείνωμεν ἐκεῖ εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ὑποσχόμενος νὰ μᾶς δίδῃ τὰ χρειαζόμενα. Ἀλλὰ ὅταν ἐγνώρισε τὸν πόθον ὅπου εἴχομεν ἀμφότεροι νὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ἀποδώσωμεν τὰς εὐχάς μας καὶ τὸ λοιπὸν χρέος πρὸς Κύριον, δὲν μᾶς ἐβίασε περισσότερον, διὰ νὰ μὴ φανῇ ὅτι μᾶς ἐπρόστασσεν ἐξουσιαστικῶς διὰ τὰ ἀργύρια ὅπου ἔδωσε καὶ ἠγόρασε τὸν Θεόδουλον. Μόνον μᾶς ἐκράτησεν ἱκανὰς ἡμέρας δι’ ὀλίγην ἀνάπαυσιν καὶ παράκλησιν, ἔπειτα δὲ μᾶς ἀφῆκεν, ὅταν θελήσωμεν ν’ ἀναχωρήσωμεν, ἀλλὰ εἰς τοῦτο μόνον μᾶς ἐβίασε, νὰ λάβωμεν τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, τὸ ὁποῖον ἡμεῖς δὲν ἠθέλομεν, γνωρίζοντες τὸ βάρος τοῦ ἀξιώματος. Ἐκεῖνος ὅμως ἐνόμιζεν, ὅτι οἱ πόνοι τῆς ἀσκήσεως κάμνουν τὸν ἄνθρωπον ἄξιον, ὡς ἔχοντα παρρησίαν πρὸς Κύριον. Οὕτω λοιπὸν μετὰ βίας ὑπηκούσαμεν. Ἔπειτα δίδων εἰς ἡμᾶς διὰ τὸν δρόμον φιλοτίμως ὅσα ἐχρειάζοντο καὶ λαβόντες εὐχὴν καὶ συγχώρησιν ἐπεστρέψαμεν εἰς τὴν ἔρημον. 


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ


Ὑποσημειώσεις

[1] Τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως τῆς Μηδίας καὶ Περσίας Ἀσσουήρου ἀποδίδεται ὑπὸ τῶν Ο’ (Ἑβδομήκοντα) εἰς τὸ βιβλίον «Ἐσθὴρ» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διὰ τοῦ ὀνόματος Ἀρταξέρξης.