«Ἔπειτα ἐφθόνησεν ὁ μισόκαλος καὶ παρεκίνησε τοὺς βαρβάρους νὰ ἐλθουν εἰς τὴν Σκήτην, ὅπου ἦσαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἐρημῖται, διὰ νὰ μᾶς φονεύσουν. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν οἱ ἀνόσιοι εἰς τὴν Ὁσίαν ἐκείνην Σύναξιν, ἄλλους μὲν ἔσφαξαν οἱ ἄσπλαγχνοι, ἄλλους ἠχμαλώτισαν μὲ τὸν Θεόδουλον, ἤτοι τοὺς νεωτέρους, διὰ τὴν ὑπηρεσίαν των. Ἐγὼ δὲ μὲ ἄλλους τινὰς ἐφύγομεν, ὅμως πάλιν βλέπων ἀπὸ μακρὰν τὸ τέκνον μου, ὅτι τὸ ἔπαιρναν οἱ βάρβαροι, δὲν εἶχον καρδίαν νὰ φύγω, οὔτε ποσῶς δύναμιν· καὶ ἐσκεπτόμην νὰ ἐπιστρέψω ὀπίσω, νὰ κάμω τρόπον νὰ δυνηθῶ νὰ τὸ λυτρώσω, ἢ κἂν νὰ κόψουν καὶ ἐμένα νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν μέριμναν. Ἀλλὰ ὁ Θεόδουλος μοῦ ἔκαμε νεῦμα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του νὰ φύγω τὸ γρηγορώτερον. Ὅθεν ὁ δυστυχὴς εὑρεθεὶς εἰς δύσκολον θέσιν καὶ ἄνευ τῆς θελήσεώς μου ἔφυγα σωματικῶς πρὸς τὸ ὄρος, ἀκολουθῶν τοὺς ἄλλους, οἵτινες ἔτρεχον ἐμπρός μου. Ὅμως ἡ ψυχή, ἡ καρδία καὶ ὁ νοῦς μου ὅλος ἦτο εἰς τὸν Θεόδουλον καὶ πολλάκις ἔστρεφον τὴν ὄψιν καὶ τὸν παρετήρουν, ἓως ὅτου ἀπεμακρύνθη».
«Τότε πλέον, ὅταν δὲν τὸν ἔβλεπον, ἔκλαιον διὰ τοὺς Ὁσίους πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ ἐφόνευσαν οἱ ἀνόσιοι ἀδίκως, συνάμα καὶ διὰ τὸ ἠγαπημένον μου τέκνον λέγων ταῦτα· «Ὦ τρισόλβιοι Πατέρες καὶ τρισμακάριοι, ποῦ εἶναι οἱ πόνοι τῆς ἐγκρατείας σας καὶ τῆς καρτερίας σας οἱ κάματοι; Αὐτὰ εἶναι ἀληθῶς τὰ βραβεῖα καὶ ἡ πληρωμὴ τῆς μακρᾶς ἀθλήσεώς σας; Ἄραγε ἔγινεν ὁ κόπος τῆς δικαιοσύνης σας καὶ τῆς ἀρετῆς ὁ κάματος ἀνωφελὴς καὶ μάταιος, καὶ σᾶς ἄφησεν ἀβοηθήτους ἡ θεία Πρόνοια, καὶ ἐφονεύθητε ἀπὸ τοὺς ἀδίκους καὶ ἀσεβεῖς, οἱ εὐσεβέστατοι καὶ δίκαιοι; Πῶς δὲν ἔπεσε πῦρ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς νὰ κατακαύσῃ τοὺς ἀλάστορας ἢ νὰ σχισθῇ ἡ γῆ νὰ τοὺς καταπίῃ εἰς τὴν ἄβυσσον; Τί ἔγινε τώρα ἡ θεία δίκη, ὅπου ἐπόντισε τόσας χιλιάδας Φαραωνίτας εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν ἐπαίδευσεν αὐτοὺς τοὺς ἀδίκους δικαίως, ἀλλὰ τοὺς ἄφησε καὶ ἐφόνευσαν τόσους δούλους τοῦ Χριστοῦ ἐναρέτους καὶ δικαίους ἄδικα; Σύ, τέκνον μου Θεόδουλε, τάχα ζῇς ἀκόμη ἢ σὲ ἐφόνευσαν οἱ βάρβαροι; Ἐὰν ἀπέθανες, ποῖος τόπος ἐδέχθη τὸ αἷμά σου; καὶ ποῖα πετεινὰ ἔφαγον τὰ μέλη σου; Νὰ ἦτο εὔκολον νὰ εἶχον καὶ ἐγὼ ἓνα μέρος ἀπὸ τὸ ἅγιόν σου λείψανον εἰς ὀλίγην παρηγορίαν μου».