«Ὅταν ἐνύκτωσεν, ἔμειναν εἰς ἕνα τόπον πεδινόν, ὅπου εἶχεν ὕδωρ εὔγευστον. Ἐκεῖ ἐφόνευσαν ἕνα νέον· καὶ πρῶτον μὲν ἐκτύπησαν αὐτὸν μὲ μάχαιραν εἰς τὸν τράχηλον καὶ πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἐταράσσετο ὥραν πολλήν, ὅτι σκοπίμως δὲν τὸν ἐτελείωσαν οἱ ἄσπλαγχνοι διὰ νὰ τυραννῆται μὲν αὐτός, αὐτοὶ δὲ οἱ αἱμοβόροι καὶ θηριόγνωμοι νὰ χαίρωνται βλέποντες. Οὕτω λοιπὸν βασανιζόμενον τὸν ἔρριψαν εἰς τὸ πῦρ, εἰς τὸ ὁποῖον ὁμοίως ἐσπάρασσεν ὡς τὸ ὀψάριον καὶ ἐκτύπα τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας του εἰς τὰ κάρβουνα καὶ πολλὰς φορὰς ἐδοκίμαζε νὰ σηκωθῇ καὶ πάλιν ἔπιπτεν. Οὕτω λοιπὸν ἐτελειώθη ὁ πολυώνυμος. Τὸ πρωῒ πάλιν εἶδον εἰς τὸ ἔναντι ὄρος κελλίον μικρότατον καὶ τρέχοντες τινὲς ἀπὸ αὐτοὺς εἰσῆλθον εἰς τὸ σπήλαιον· καὶ εὑρίσκοντες ἓνα ἐρημίτην, τὸν ἔσυραν ἔξω χαίροντες, χαίροντα καὶ μηδὲν σκυθρωπάζοντα, ἀλλὰ φαιδρὸν εἰς τὸ πρόσωπον, τὸν ὁποῖον ἐφόνευσαν ἀλαλάζοντες μὲ πέτρας, ὅτι δὲν ἐκράτουν τὰ ξίφη των. Ἔπειτα προχωροῦντες παρεμπρὸς εὗρον ἕνα νεώτερον, χλωμὸν εἰς τὴν ὄψιν ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐγκράτειαν, καὶ τὸν ἐτελείωσαν καὶ αὐτὸν ὁμοίως μὲ λίθους, οἱ λίθινοι ὄντως καὶ ἄσπλαγχνοι. Ὁ ὁποῖος ὅταν ἐδέχετο τὰς πληγὰς εὐχαριστοῦσε τοὺς φονευτάς του, διότι διὰ τοῦ προσκαίρου θανάτου τοῦ ἐπροξένησαν ζωὴν αἰώνιον».
«Μετὰ ταῦτα ἔλαβον τὰ πράγματα καὶ τὰ λάφυρά των καὶ προχωροῦντες παρεμπρὸς εὗρον ἕνα μειράκιον, ἤτοι νέον ἕως χρόνων δέκα πέντε, καὶ τὸν ἐρωτοῦσαν νὰ τοὺς ὑποδείξῃ τὰ Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἦσαν εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὑποσχόμενοι νὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ζωήν του διὰ τὸν κόπον του. Ὁ δὲ νέος εἰς τοὺς χρόνους, εἰς δὲ τὴν γνῶσιν πρεσβύτερος δὲν τοὺς ἐφοβήθη οὔτε ποσῶς ἐδειλίασεν, ἀλλὰ τοὺς ἤλεγξε λέγων· «Δὲν σᾶς ἔχω χρείαν χριστομάχοι, νὰ σᾶς προδώσω τοὺς φιλοχρίστους ἄδικα μισόχριστοι». Εἰς ταῦτα θυμωθέντες τὸν κατέκοψαν εἰς λεπτότατα τεμάχια οἱ ἀχόρταγοι. Ἔπειτα ἀνεχώρησαν θυμωμένοι ἀκόμη, διότι δὲν ἔζησεν ὥραν πολλὴν νὰ τὸν βασανίζουν οἱ ἀπάνθρωποι. Προχωροῦντες καὶ βαστάζοντες τὰ ξίφη των γυμνὰ καὶ στάζοντα αἵματα, εἶδον δύο Μοναστήρια, τὰ ὁποῖα ἀπεῖχον τοῦ δρόμου δεκαπέντε στάδια, τὸ ἕνα πρὸς τὸ νότιον μέρος καὶ τὸ ἄλλο πρὸς τὸ βόρειον. Τότε μοιράζονται εἰς δύο, καὶ ἐπῆγε κάθε μέρος εἰς τὸ ἓνα Μοναστήριον, καὶ εἰς μὲν τὸ νότιον δὲν ἠξεύρω τὶ ἔκαμαν, ὅτι ἐγὼ ἤμουν μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔδραμον πρὸς τὸ βόρειον, καὶ ὅσους εὗρον μὲ πολλὴν ἀσπλαγχνίαν ἐφόνευσαν. Ἕνας δὲ Ὅσιος ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο πολὺ ταχὺς εἰς τοὺς πόδας καὶ ἐδοκίμασε νὰ φύγῃ, ἀλλ’ ὅμως αὐτοὶ ἔτρεχον κατόπιν καὶ τοῦ ἔρριψαν τόσα βέλη, ὥστε ἔπεσε καὶ φθάσαντες αὐτὸν ἀναπνέοντα τὸν ἐγύρισαν ὑπτίως καὶ σχίζοντες τὴν κοιλίαν του ἀπὸ τὸν ὀμφαλὸν ἕως ὅλον τὸ στῆθός του, ἐξήγαγον ὅλα του τὰ ἐντόσθια καὶ τὰ κατέκοψαν καὶ τὰ ἔρριψαν εἰς τὴν γῆν ὡς κύνες ἄγριοι.