Ὄχι δὲ μόνον αὐτὰς τὰς ἀρετὰς εἶχεν ὁ τρισμακάριος, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς πόρνας πολλάκις ἐπήγαινε, τὸν Δεσπότην Χριστὸν μιμούμενος, καὶ ἔδιδεν εἰς αὐτὰς ἐλεημοσύνας πολλάς, διὰ νὰ ἔχουν τὰ ἀναγκαῖα νὰ πορεύωνται καὶ νὰ μὴ πορνεύουν διὰ τὴν πτωχείαν καὶ ἀπορίαν των. Κατὰ πᾶσαν δὲ ἑορτὴν παρελάμβανέ τινας ἀπὸ αὐτάς, ἀφοῦ παρήγγελλεν εἰς αὐτὰς πρότερον νὰ ἐγκρατευθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἡμέρας τινάς, καὶ νὰ λουσθοῦν ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς σαρκὸς καὶ κάμνων διδαχὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὰς τιμωρίας τῆς αἰωνίου κολάσεως, τὰς ἔκαμνε καὶ μετενόουν διὰ τὰς ἁμαρτίας των. Πολλαὶ δὲ ἐξ αὐτῶν ἔγιναν ὄχι μόνον Μοναχαὶ, ἀλλὰ καὶ ἡγίασαν καὶ ἔκαμαν εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου θαυμάσια, ὅτι ἐκεῖνος ἐφρόντιζε δι’ αὐτὰς εἰς τὸ Μοναστήρι, καὶ δὲν εἶχον φροντίδα τινὰ τοῦ σώματος, εἰ μὴ μόνον νὰ κλαίουν διὰ τὰς ἁμαρτίας των, καὶ οὕτως ἐτελείωνον τὸν βίον θεάρεστα.
Εἰς ταῦτα ὅλα τὰ καλὰ ἦτο ὁ καλὸς Μαρκιανὸς αἴτιος, ὅστις ἔδιδεν ὅσα εἶχεν ἐλεημοσύνην ὄχι μόνον χρήματα, κτήματα καὶ ἄλλον πλοῦτον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔδιδε, καὶ δὲν εἶχε δεύτερον φόρεμα ἀλλὰ μόνον ἕνα ἱμάτιον ἐβάσταζεν. Ἡμέραν δέ τινα, ὅτε ἤρχετο ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου (ἐπειδὴ ὡς εὐλαβὴς ἐπήγαινεν εἰς τὰς πανηγύρεις καὶ ἔψαλλεν) ἐβράχη. Ὅθεν ἤναψε πυρὰν νὰ στεγνώσῃ τὸ ράσον του καὶ καθὼς ἐξεδύθη καὶ τὸ ἔβαλε πλησίον τῆς πυρᾶς ἔτυχε καὶ τοῦ παρήγγειλεν ὁ Πατριάρχης νὰ ὑπάγῃ, διότι τὸν ἤθελεν. Οἱ μὲν λοιπὸν ἀπεσταλμένοι ἐκτύπων τὴν θύραν ὥραν πολλήν, ἐκεῖνος δὲ ἐντρέπετο νὰ ἐξέλθῃ νὰ τὸν ἴδωσι γυμνόν, καὶ ἐρωτήσας αὐτοὺς ἔσωθεν τί ἢθελον, τοὺς ἔδωκεν ἀπόκρισιν ὅτι εἰς ὀλίγην ὥραν θὰ ἤρχετο. Εἷς δὲ ἀπὸ ἐκείνους παρετήρησεν ἀπὸ μίαν ὀπὴν καὶ τὸν εἶδε ὅτι ἦτο γυμνός. Ὅθεν ἔδραμε πρὸς τὸν Πατριάρχην καὶ τὸ ὡμολόγησε. Τοιοῦτος λοιπὸν ἦτο εἰς τὰς ἀρετὰς ὁ μέγας οὗτος Μαρκιανός· ὅθεν ὃλοι τὸν ηὐλαβοῦντο, ὄχι μόνον ὁ κοινὸς λαός, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἡ σύγκλητος, καὶ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς μάλιστα, ἔτι δὲ καὶ οἱ δυνατοὶ πολέμαρχοι Ἄσπαρ καὶ Ἀρδαβούριος, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τότε αἱρετικοί, καὶ ὃμως τὸν εἶχον εἰς τόσην εὐλάβειαν, ὥστε δὲν ἐτόλμων νὰ τὸν ἴδουν εἰς τὸ πρόσωπον, τοῦ ἔστειλαν δὲ σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ πολυτίμητα καὶ τὰ ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Ναὸν αυτοῦ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἐκεῖνος δὲ πάλιν μετεγλώττισεν εἰς τὴν γλῶσσαν αὐτῶν τὰ βιβλία μας καὶ τοὺς τὰ ἐχάρισε νὰ τὰ ἀναγινώσκουν μήπως καὶ εὐλαβηθοῦν νὰ γίνουν εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι.