Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ Πρεσβυτέρου καὶ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Ἀλλ’ ὁ φθονερὸς καὶ μισόκαλος, ἠμπόδισε πάλιν καὶ εἰς αὐτό, διὰ νὰ μὴ γίνῃ Ἐκκλησία τοιοῦτος οἶκος θαυμάσιος, ἔβαλε δὲ λογισμοὺς κακοὺς εἰς τὸν νοῦν τῆς γυναικός, καὶ ἐθλίβετο ὅτι ἐπώλησε τοιαύτην οἰκίαν ὑπέρλαμπρον, τὴν ὁποίαν ἔκτισεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καὶ δὲν ἐπλήρωνε τῆς αὐθεντίας φόρον ὁλότελα καὶ ἀπὸ ταῦτα ἐνικήθη ἡ γυνή, ὡς γυνὴ εὐμετάβολος, καὶ ἔστρεψε τὰ ἀργύρια. Ὁ δὲ Μαρκιανὸς δὲν ἠθέλησε νὰ τὴν δυναστεύσῃ, ἀλλὰ ἐπῆρε τὰ χρήματα, ἐλπίζων εἰς τὸν Θεὸν νὰ τοῦ στείλῃ ἄλλον τόπον κατὰ τὸν πόθον αὐτοῦ ἁρμόδιον· καὶ οὕτως ἔγινε μὲ τὴν θείαν Πρόνοιαν. Συνομιλοῦντες μίαν ἡμέραν μὲ τὸν τότε Πατριάρχην, ἔμαθε παρ’ ἐκείνου ὅτι ὑπῆρχε παλαιός τις Ναὸς εἰς τόπον καλούμενον Δομνίνου ἐμβόλοις, καὶ τὸν συνεβούλευσε νὰ ἀνακαινίσῃ ἐκεῖνον, καὶ θὰ ἐγίνετο ἐξαίσιος. Καὶ ὄντως ἐδαπάνησεν ἀναρίθμητα ἀργύρια, καὶ τὸν ἔκαμε μὲ μάρμαρα, κίονας, τόξα καὶ ζωγραφίας καὶ ἄλλα ὅμοια τοσοῦτον ὡραῖον καὶ περικαλλῆ, ὥστε οἱ ὁρῶντες ἐθαύμαζον.

Ὅταν λοιπὸν ἐτελειώθη ὁ τοιοῦτος περικαλλὴς καὶ ὑπέρλαμπρος Ναός, προσεκάλεσε τὸν Πατριάρχην μὲ τοὺς κληρικοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς μὲ τοὺς Ἄρχοντας νὰ τελέσουν τὰ ἐγκαίνια. Λοιπὸν τῇ κβ’ (22ᾳ) Δεκεμβρίου ἐσυνάχθη σχεδὸν ὅλη ἡ πόλις καὶ ἡτοιμάσθησαν νὰ ἱερουργήσουν οἱ Ἱερεῖς κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε πλησιάζει τὸν Μαρκιανὸν πτωχός τις πολλὴν ἀνάγκην ἔχων καὶ τοῦ ἐζήτησεν ἐλεημοσύνην διὰ τὸν Κύριον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἦτο πολλὰ συμπαθὴς καὶ εὔσπλαγχνος, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὴν ὥραν ἐκείνην νὰ τοῦ δώσῃ κατὰ τὸν πόθον του ἀργύρια, ἐπῆρε τὸν πτωχὸν εἰς μίαν γωνίαν ἀπόκρυφα, ὅπου δὲν τοὺς ἔβλεπον οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐκδύεται τὸ ἔνδυμά του καὶ τὸ δίδει εἰς τὸν πτωχόν, διὰ νὰ μὴ λυπήσῃ τὸν Κύριον, καὶ ἔμεινε μόνον μὲ τὸ ὑποκάμισον, διότι δὲν ἐφόρει ποτέ του δύο ράσα, ἀλλὰ μονοχίτων εὐαγγελικῶς ἐπορεύετο. Καὶ τότε ἔβαλε τὰ ἱερατικά, ἐπειδὴ ἔμελλε νὰ συλλειτουργήσῃ καὶ αὐτὸς μὲ τοὺς ἄλλους Κληρικούς, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα.

Καθὼς λοιπὸν ἐλειτούργουν, ἔσυρε πολλάκις ὁ Ἅγιος τὸ φελόνιον καὶ τὸ ἐσυμμάζωνε διὰ νὰ μὴ ἴδωσιν οἱ ἄλλοι Ἱερεῖς ὅτι ἦτο γυμνός. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ ὑπόλοιποι κυττάζοντες αὐτὸν εἶδον θαῦμα φρικτὸν καὶ ἐξαίσιον, ἤτοι ὅτι ἐφόρει στολὴν βασιλικὴν κατάστικτον, χρυσοΰφαντον καὶ ὑπέρλαμπρον, ἥτις ἤστραπτε, καὶ ὅταν ἥπλωνε τὴν χεῖρα νὰ μεταλάβῃ τὸν λαόν, ἐφαίνετο περισσότερον ἐκεῖνο τὸ θεούφαντον ὕφασμα καὶ ὅλοι τὸ εἶδον. Ὅθεν οἱ Ἱερεῖς ἐφθόνησαν καὶ τὸν διέβαλον