Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ Πρεσβυτέρου καὶ Οἰκονόμου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

θάλασσαν· ἔπειτα καὶ τὴν ἐπίλοιπον οἰκοδομὴν ἐτελείωσε μὲ κίονας καὶ μάρμαρα, καὶ τὴν ἐστέγασε τόσον ἐπιδέξια, καὶ τὴν ἐσκέπασε μὲ μόλυβδον, καθὼς τὴν σήμερον φαίνεται καὶ πάντες ὅσοι τὴν βλέπουσι θαυμάζουν τῶν τοίχων τὴν στερεότητα, τοῦ ἐδάφους τὴν ὡραιότητα καὶ τῶν ἄλλων πάντων τὴν τάξιν καὶ κοσμιότητα. Εἰς αὐτὸ τὸ καλὸν ἔργον ἐφθόνησεν ὁ διάβολος, καὶ ὅταν ἤθελον νὰ στήσουν τοὺς δύο κίονας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον, ἐκάθησεν εἰς τὸν ἕνα, ὅστις ἦτο ὁ μεγαλύτερος καὶ τὸν ἔθετον εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος, καὶ τόσον τὸν ἔκαμε βαρύν, ὥστε δὲν ἠδύναντο νὰ τὸν ἀνασηκώσουν οἱ οἰκοδόμοι καὶ ἐργάται, ὄχι δὲ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν θέσιν του δὲν μετεκινεῖτο, καὶ ἐθραύοντο τὰ σχοινία καὶ τὰ ξύλα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχον δεδεμένον. Ὅθεν μετέβη ὁ Ἅγιος μόνος του, καὶ κάμνων προσευχὴν εὐλαβῶς πρὸς τὸν Κύριον, ἐσημείωσε τὸν Σταυρὸν εἰς τὸν κίονα, καὶ ἐπετίμησε τὸν δαίμονα λέγων· «Ἐχθρὲ καὶ πολέμιε τοῦ καλοῦ παῦσε, καὶ μὴ ἐμποδίζῃς ὅσα εἰς δόξαν Θεοῦ γίνονται».

Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἅγιος ἐβοήθησε καὶ αὐτὸς μὲ τὰς χεῖράς του, ἂν καὶ ἦτο γέρων καὶ ἀδύνατος, παρευθὺς δε μὲ πολλὴν εὐκολίαν ὑψώθη τὸ μάρμαρον, καὶ ἐστάθη εἰς τὸν τόπον του. Διὰ νὰ κηρύττεται δὲ τὸ θαυμάσιον καὶ νὰ φαίνεται πάντοτε, κλίνει ὀλίγον ἐκεῖνος ὁ κίων ἕως τὴν σήμερον καὶ δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὸν ὀρθώσωσι πώποτε. Ὄχι δὲ μόνον αὐτοὺς τοὺς δύο Ναοὺς ὁ μακάριος Μαρκιανὸς ᾠκοδόμησεν, ἀλλὰ καὶ ἕτερον τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, εἰς τὸν ὁποῖον νέον Ναὸν ἔφερε κατόπιν καὶ τὰ ἅγιά του λείψανα μὲ τρόπον θαυμάσιον. Πολλοὶ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμαζον τὴν πολλὴν εὐλάβειαν ὅπου εἶχεν εἰς τὰς Ἐκκλησίας οὗτος ὁ Ἅγιος, καὶ διὰ τὴν τόσην δαπάνην ὅπου ἔκαμνε καὶ τοῦ τὸ ἔλεγον, ἐκεῖνος δὲ τοὺς ἀπεκρίνετο λέγων· «Ἀδελφοί, ἐὰν εἶχα θυγατέρα νὰ τὴν ὑπανδρεύσω, δὲν θὰ τὴν ἐστόλιζα μὲ τὰ ὡραιότερα κοσμήματα ποὺ θὰ ἠμπόρουν; Πόσον λοιπὸν πρέπει νὰ στολίζωμεν τὴν περικαλλῆ καὶ ὡραίαν νύμφην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἔχυσε τὸ αἷμα αὐτοῦ ὁ Δεσπότης καὶ τοσοῦτον τὴν ἐκαλλώπισε;». Τόσον φιλότιμος ἦτο ὁ μέγας Μαρκιανὸς εἰς τὰ θεάρεστα ἔργα καὶ δὲν ἐλυπεῖτο κανὲν ἔξοδον. Ὠκοδόμησε δὲ καὶ ἄλλους Ναοὺς εἰς ἄλλα μέρη, ὡς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου εἰς τὸ Ταίναρον, τοῦ Ἁγίου Στρατονίκου εἰς τὸ Ρήγιον καὶ ἄλλους.