Τούτου τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου ἔκτισάν τινες Ἐκκλησίαν, ἐν ᾧ εὑρίσκετο ἀκόμη ἐν τῇ ζωῇ, ἔχοντες πόθον ἵνα μετὰ τὴν τούτου μετάστασιν λάβωσι μέρος ἀπὸ τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον· ὁμοίως καὶ ἐγὼ κατεσκεύασα θήκην πολύτιμον διὰ τὸ λείψανόν του εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ὅσιος μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνταφιάσω ἐκεῖ εἰς τὸ ὄρος καὶ τοῦ ὑπεσχέθην νὰ ἐκτελέσω τὸ πρόσταγμά του καὶ ἀφοῦ ἔκοψα τὸν λίθινον ἐκεῖνον τάφον, τὸν ἐπῆγα εἰς τὸ ὄρος καὶ τοῦ ἔκτισα μικρὸν οἶκον, διὰ νὰ μὴ τὸν φθείρῃ ἡ πάχνη, βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ Ὅσιος, εἶπε πρός με· «Αὐτὸς ὁ τάφος δὲν θέλω νὰ ὀνομάζεται ἰδικός μου, ἀλλὰ τῶν Καλλινίκων νὰ λέγεται, ἐμὲ δὲ νὰ μὲ βάλετε εἰς ἄλλην θήκην, ὡς μέτοικον, νὰ παροικῶ μὲ τοὺς Ἁγίους αὐτούς, ὁ ἀνάξιος». Οὕτως εἶπε καὶ μὲ τὸ ἔργον τὸν λόγον ἐτέλεσε καὶ συνάξας πολλῶν Ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων λείψανα, τὰ ἔβαλεν εἰς ἐκεῖνον τὸν τάφον, διὰ νὰ φύγῃ τὴν κενὴν δόξαν καὶ εἰς τοῦτο ὁ πάνσοφος.
Πολλάκις δὲ ἤρχοντο πολλοὶ ἀπὸ μακρὰν καὶ ἔδιδον εἰς τὸν Ὅσιον ἐνόχλησιν εἰς τὴν προσευχήν, τοὺς ὁποίους συνήθως ἀπέπεμπε καὶ ἐπέστρεφον περίλυτοι, διότι δὲν τοὺς ὑπεδέχθη χαρούμενος, νὰ τοὺς εὐλογήσῃ ὡς ἔπρεπεν· εἰς αὐτὸ τὸν συνεβούλευσα καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς συνομιλῇ μὲ ἱλαρότητα, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίζωνται, ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Καθὼς ὅταν ἔχῃ ἄρχων τις δοῦλόν τινα καὶ συνομιλῶσι καὶ ἀφήσῃ ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότην, ἵνα ὁμιλῇ μὲ ἄλλους συνδούλους του, ὀργίζεται καὶ τὸν παιδεύει, οὕτως εἶναι ἄσχημον καὶ ἄπρεπον, ὅταν εὐχώμεθα εἰς τὸν Θεόν, νὰ ἀφήνωμεν αὐτόν, τὸν ὑπέρτιμον Βασιλέα πάσης κτίσεως καὶ νὰ συνομιλῶμεν μεταξύ μας, διότι, ἀντὶ νὰ τὸν ἱλαρύνωμεν, παροξύνεται καὶ μᾶς παιδεύει δικαίως χειρότερα».
Ταῦτα μὲν μὲ συντομίαν ἐγράψαμεν καὶ ἐπειδὴ ζῇ αὐτὸς ὁ θεῖος Ἰάκωβος, ἐαν τελέσῃ καὶ ἄλλα θαυμάσια, ἂς τὰ γράψῃ ὅστις βούλετᾳι [3] εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ πρέπει δόξα, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις σὺν Πατρὶ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.