Ἀκούσατε ὅμως καὶ ἕτερα τοῦ παμμάκαρος κατορθώματα, καθὼς αὐτὸς μοναχός του μοῦ διηγήθη, οὕτω λέγων· «Ὅταν ἀνεχώρησα ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ ἦλθα νὰ ἡσυχάζω μοναχὸς εἰς τὴν ἔρημον, εἶδα ἕνα γίγαντα Αἰθίοπα, ὅστις ἐξέβαλε πῦρ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του· καὶ τόσον φόβον ἐλάμβανα κάθε φορὰν ὅπου τὸν ἔβλεπα, ὥστε ἄφηνα τὴν τροφὴν καὶ προσηυχόμην, διότι οὗτος ἐφαίνετο τὴν ἐνάτην ὥραν, ὅταν ἤθελα νὰ φάγω, καὶ οὕτως ἔμεινα ἐπὶ δέκα ἡμέρας ἄσιτος, χωρὶς νὰ φάγω τίποτε. Τέλος πάντων, καταφρονήσας τὰς πανουργίας του, ἤρχισα νὰ τρώγω, ἀλλ’ αὐτὸς ἐπλησίαζε μὲ τὴν ράβδον καὶ προσεπάθει νὰ μὲ κτυπήσῃ ὁ πολυμήχανος, ἐγὼ δὲ ἔλεγον· «Ἐὰν ἔλαβες ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Δεσπότην νὰ μὲ φονεύσῃς, ἕτοιμος εἶμαι, ἐὰν δὲ ὄχι, τὶ κοπιᾷς εἰς μάτην, ἀδύνατε;». Ταῦτα ἀκούσας ἔγινεν ἄφαντος. Ἀλλὰ καὶ πάλιν μὲ ἄλλον τρόπον ἐπεδίωκε νὰ μὲ διώξῃ ἀπ’ ἐδῶ, ὁ παμπόνηρος, καὶ πολλὰς φορὰς μετεσχηματίζετο εἰς τὴν μορφήν μου καὶ ἔπαιρνε τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔφερεν ὁ ὑποτακτικός μου καὶ τὸν ἔστελλεν ὀπίσω, ἔπειτα δὲ ἔχυνε τὸ ὕδωρ· ἐγὼ δέ, ὅταν ἐπέρασαν δέκα πέντε ἡμέραι, ἐστενοχωρήθην ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ ἠρώτησα τὸν ἀδελφὸν διατί δὲν ἔφερεν ὕδωρ, ἐκεῖνος δὲ μοῦ εἶπεν, ὅτι ἐπήγαινα ἐγὼ εἰς τὴν μέσην τοῦ δρόμου καὶ ἔπαιρνα τὴν στάμναν ἀπὸ τὸν ὦμον του. Τότε τὸν ἐπρόσταξα νὰ μὴ μοῦ τὸ δίδῃ ἕως νὰ τὸ φέρῃ εἰς τὸν τόπον του.
Ὅταν ἐκεῖνος εἶδε καὶ ταύτην τὴν ἐπιβουλὴν ματαίαν, ὁ μάταιος, ἐδοκίμασε πάλιν ἄλλην καὶ μὲ ἐφοβέρισεν οὕτω, λέγων· «Ἐγὼ νὰ σοῦ δώσω τόσην δυσωδίαν, ὥστε νὰ μὴ δύναται νὰ σὲ πλησιάσῃ κανεὶς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δυσωδίαν». Τοῦ ἀπεκρίθην τότε, ὅτι μὲ αὐτὸ θὰ μοῦ ἔκαμεν εὐεργεσίαν ἀνείκαστον, νὰ φαντάζωμαι τὸ θεῖον κάλλος καλλίτερα, ὅταν δὲν θὰ μὲ πλησιάζῃ ἄνθρωπος. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας βλέπω δύο γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ἤρχοντο πρός με ταχέως καὶ πρῶτον μὲν ἐσκανδαλίσθην καὶ ἔρριψα κατ’ αὐτῶν λίθους διὰ νὰ ἐπιστρέψωσιν, ἔπειτα, ἐνθυμηθεὶς τὴν πονηρίαν αὐτοῦ, ἔκαμα προσευχὴν καὶ ἐχάθησαν τὰ γύναια. Μετὰ ταῦτα πάλιν, ὅταν προσηυχόμην νύκτα τινά, βλέπω ἐρχόμενον ἓν ἁμάξιον, τοῦ ὁποίου ὁ ἁμαξηλάτης φώναζε καὶ τὰ ἄλογα ἐχρεμέτιζαν καὶ σύγχυσις πολλῶν ἀνθρώπων ἠκούετο. Ὅταν λοιπὸν μὲ ἐπλησίασαν, ἠρώτησα τὸν προεστώτερον, λέγων εἰς αὐτόν· «Τίς εἶσαι καὶ τί ζητεῖς τοιαύτην ὥραν, ταλαίπωρε; ἕως πότε θὰ καταφρονῇς τὴν θείαν μακροθυμίαν, ἀναίσχυντε;». Ταῦτα εἰπών, ἔκαμα τὴν προσευχήν μου καὶ παρευθὺς ὅλη ἐκείνη ἡ φαντασία ἔγινεν ἄφαντος. Ἄλλην πάλιν φορὰν μετεσχηματίσθη εἰς νέον εὔμορφον,