Ἔστερξε λοιπὸν καὶ εἰς τοῦτο ὁ πάνσοφος, διὰ νὰ μὴ φανῇ παρήκοος καὶ τότε μὲν εἰς ὀλίγας ἡμέρας ἐθεραπεύθη, ὕστερον δὲ πάλιν ἔπεσεν εἰς χαλεπωτέραν ἀσθένειαν καὶ ἐσυνάχθησαν ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ χωρία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν πολλοί, διὰ νὰ τὸν πάρουν καὶ τόσον ἐφιλονίκησαν οἱ πολῖται μὲ τοὺς ἐγχωρίους, ποῖον μέρος ἀπὸ τὰ δύο νὰ τὸν πάρῃ, ὥστε ἔκαμαν μεταξύ των πόλεμον, ὕστερον τὸν ἔβαλαν εἰς μίαν κλίνην ξυλίνην ἥσυχα καὶ τὸν ἐπῆραν εἰς τὴν πόλιν, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ἐκεῖνος τίποτε, διότι δὲν ᾐσθάνετο καθόλου καὶ τὸν ἀπέθεσαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας συνῆλθεν ὀλίγον καὶ ἠρώτα ποῦ εὑρίσκετο· μαθὼν δὲ τὴν ὑπόθεσιν ἐσκανδαλίσθη, διότι τὸν ἐπῆραν ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ προστάσσει νὰ τὸν ὑπάγουν εἰς τὸ ποθούμενόν του ἡσυχαστήριον, ὅθεν τοῦ ἐκάμαμεν ὑπακοὴν διὰ νὰ μὴ τὸν λυπήσωμεν. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν τὸν ἐπήγαμεν ἐκεῖ, τοῦ ἔκαμαν ὀλίγον χυλὸν διὰ νὰ δυναμώσῃ ὀλίγον καὶ οὔτε κἂν τότε δὲν ἤθελε νὰ χαλάσῃ τὴν τάξιν του νὰ φάγῃ μαγείρευμα, διότι ψημένον πρᾶγμα ποτέ του δὲν ἔφαγε, μετὰ βίας δὲ τότε τὸν κατέπεισαν καὶ ἔφαγε. Τόσην ὑπομονὴν δὲ εἶχεν, ὥστε πολλάκις, ὅταν ἐχιόνιζε, προσηύχετο τρία ἡμερόνυκτα κειτόμενος προύμητα, καὶ τὸν ἔχωνεν ὅλον τὸ χιόνι καὶ τὸν ἐξέχωναν μὲ τὰς ἀξίνας. Διὰ τούτους τοὺς πόνους ἠξιώθη τῆς θείας Χάριτος καὶ ἔκαμε διάφορα θαύματα· πολλοὺς ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε, δαίμονας ἐδίωξε, καὶ νεκροὺς ἀνέστησεν ὁ θαυμάσιος καὶ ἐξόχως τὸ παιδίον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐδῶ πάντες οἱ ἐγχώριοι.
Τοῦ παιδίου τούτου οἱ γονεῖς κατοικοῦσιν ἐδῶ ἔξωθεν εἰς τὸ προάστιον τῆς πόλεως, ἐγέννησαν δὲ οὗτοι πολλὰ παιδία, τὰ ὁποῖα ὅλα ἀπέθανον ἄωρα, δηλαδὴ μικρὰ καὶ ἀνήλικα. Ὅταν λοιπὸν ἐγέννησαν τοῦτο τὸ τελευταῖον, ἔδραμον εἰς τὸν Ὅσιον καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ τὸ κάμῃ μὲ τὴν προσευχήν του πολύχρονον καὶ νὰ τὸ ἀφιερώσωσιν εἰς τὸν Θεόν, ὡς ἔπρεπε. Τὸ παιδίον αὐτό, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸν τέταρτον χρόνον, ἀπέθανεν, ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ εἰς τὸν θάνατόν του ἔλειπεν, ὅταν δὲ ἦλθε καὶ τὸ εὗρεν εἰς τὸν κράββατον καὶ τὸ ἐπήγαιναν εἰς τὸν τάφον, ἥρπασεν αὐτὸ καὶ τρέχων ἔφθασεν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ τὸ ἀπέθεσεν εἰς τοὺς πόδας του λέγων, ὅτι διὰ νὰ μὴ ψευσθῇ εἰς τὸν Θεόν, τὸ ἔφερεν καθὼς ἦτο ἀποθαμμένον, νὰ πληρώσῃ τὴν ὑπόσχεσιν. Τότε ὁ Ὅσιος, κλίνας τὰ γόνατα, προσηύχετο, δεόμενος εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸ ἀναστήσῃ ὡς παντοδύναμος, κατὰ δὲ τὸ δειλινὸν ἤκουσε τὸ παιδίον καὶ ἐφώναζεν· ὅθεν ἐγερθεὶς ἐδόξαζε τὸν εὐεργέτην Θεόν, ὅστις ἐπήκουσε τὴν δέησίν του καὶ τὸ ἀνέστησε. Τοῦτο τὸ θαῦμα καὶ ἐγὼ εἶδον ὀφθαλμοφανῶς καὶ τὸ γράφω διὰ πολλῶν ὠφέλειαν.