Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος ΙΩΑΝΝΗΣ, ὁ ἐν Λυκῷ τῇ πόλει, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

 Τὴν τρίτην ἡμέραν ἐπλήθυναν τόσον οἱ ρυπαροὶ λογισμοί, ὥστε τοῦ ἐφαίνετο, ὅτι ἐκράτει γυναῖκα καὶ ἐπόρνευεν, εἰς τὸν αἰσχρὸν δὲ λογισμὸν αὐτὸν εὑρίσκετο ὅλην τὴν ἡμέραν. Τῇ ἐπαύριον, μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ἑσπερινοῦ, εἰσερχόμενος εἰς τὸ σπήλαιον, βλέπει τὸν ἄρτον εἰς τὴν τράπεζαν ξηρόν, μουχλιασμένον καὶ ἄσχημον. Ὅθεν ἔκλαυσεν, ἀλλὰ ὄχι τόσον, ὅσον ἔφθανε νὰ ἐξαλείψῃ τὴν ἁμαρτίαν του. Πλὴν ἔφαγε τὸν ἄρτον, ὡς ἠδυνήθη. Ἔπειτα τοῦ ἦλθον τόσοι λογισμοί, ὅπου τὸν ἐνίκησαν τὸν ταλαίπωρον καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν κόσμον· καὶ δὲν ἐβόησε μετὰ δακρύων πρὸς Κύριον νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῇ, ἀλλὰ νομίζων ὅτι δὲν τὸν συγχωρεῖ πλέον, αἰσχύνετο νὰ κάμῃ τὴν προσευχήν του. Περπατῶν ὅλην τὴν νύκτα, ὡς ἔξω φρενῶν, ἐξημερώθη πολὺ κουρασμένος πλησίον εἰς ἕνα μικρὸν Μοναστήριον. Ὅθεν εἰσῆλθεν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεκουρασθῇ ὀλίγον καὶ διὰ νὰ φάγῃ τίποτε. Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Μοναστηρίου ἐκείνου, γνωρίζοντες τὴν καλὴν αὐτοῦ φήμην καὶ τὸ ὄνομα, τὸν εὐλαβήθησαν καὶ πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας αὑτοῦ ἐζητοῦσαν τὴν εὐλογίαν του. Ἀφ’ οὗ τὸν ἐφίλευσαν, τὸν παρεκάλεσαν, ὡς ἐνάρετον, νὰ τοὺς διδάξῃ πῶς νὰ πορεύωνται διὰ νὰ σωθῶσι καὶ ἄλλα ὅμοια. Ἐκεῖνος δέ, διὰ νὰ μὴ τοὺς λυπήσῃ, τοὺς ἔκαμεν ὁμιλίαν, διδάσκων αὐτοὺς πῶς νὰ γνωρίσουν τὰς κακουργίας καὶ πονηρίας τοῦ δαίμονος».

«Ταῦτα διηγούμενος ὁ Ἀσκητής, τὸν ἤλεγχεν ἡ συνείδησίς του ἔσωθεν καὶ ἔλεγε καθ’ ἑαυτοῦ ταῦτα· «Ὦ ταλαίπωρε, πῶς διδάσκεις τοὺς ἄλλους καὶ σὺ δὲν διορθώνεις τὸν ἑαυτόν σου, ἀφρονέστατε;». Ταῦτα λέγων κατενύχθη, Θεοῦ συνεργείᾳ, γνωρίσας τὴν πλάνην τοῦ δαίμονος καὶ ἐπιστρέψας εἰς τὸ κελλίον του καὶ πίπτων κατὰ γῆς, ἐβόα ταῦτα μὲ θερμὰ δάκρυα· «Ἐὰν δὲν μοῦ ἐβοήθει ὁ Κύριος, ἐπήγαινεν εἰς τὸν ᾍδην ἡ ψυχή μου νὰ κολάζωμαι ἀτελεύτητα». Αὐτὰ καὶ ἕτερα μετὰ πικρῶν δακρύων εὐχόμενος, ἔμεινεν ἕως τέλους τῆς ζωῆς του εἰς τὴν καλὴν ἐκείνην μετάνοιαν. Ἀλλ’ ὅμως, δὲν τοῦ ἤρχετο πλέον ἡ τροφὴ οὐρανόθεν, ὡς πρότερον, μόνον ἐκοπίαζε μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ ἐξοικονομῇ τὸν ἄρτον του. Ὅθεν, ἐνθυμούμενος τὴν προτέραν μακαριότητα, ἔκλαιε καὶ ὠδύρετο περισσότερον καὶ τόση κατάνυξις τοῦ ἤρχετο, ὅταν ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν γήϊνον ἐκεῖνον ἄρτον, ἐνθυμούμενος τὸν οὐράνιον, ὥστε ἐγίνοντο βρύσεις οἱ ὀφθαλμοί του ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἀφ’ οὗ λοιπὸν ἔκαμεν ἀρκετὸν καιρὸν κεκλεισμένος εἰς τὸ σπήλαιον κλαίων, ἦλθεν Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει· «Ἐδέχθη ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιάν σου, καὶ ἐσυγχώρησε τὸ ἁμάρτημά σου.