Ἀπελθὼν λοιπὸν ὁ ἄρχων εἰς τὴν οἰκίαν του εὗρεν ἀληθινὰ ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Ὅσιος καὶ ἔκαμε καθὼς τὸν ἐπρόσταξε. Μετέβαινον ἐπίσης καὶ ἄλλοι πολλοὶ εἰς τὸν Ὅσιον, εἰς τοὺς ὁποίους ἔλεγε τὰ κρύφια τῆς καρδίας των καὶ ὅσας ἁμαρτίας ἔπραξαν, τοὺς παρεκίνει δὲ νὰ κάμουν μετάνοιαν. Πολλάκις δὲ ἐπροφήτευε διὰ τὸν Νεῖλον, πότε ἔμελλε νὰ πλημμυρίσῃ καὶ πότε νὰ γίνῃ στέρησις ὕδατος. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐπρόκειτο ὁ Θεὸς νὰ στείλῃ παίδευσίν τινα εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ παιδεύσῃ τοὺς ἁμαρτήσαντας, τοὺς ἐνουθέτει πρότερον ὁ Ὅσιος καὶ τοὺς ἔλεγε νὰ μετανοήσουν, ὅ,τι δὲ προέβλεπε τοῦτο πράγματι καὶ ἐγίνετο.
Ἄλλου τινὸς ἄρχοντος συγκλητικοῦ ἡ γυνὴ εἶχε μεγάλην ἀσθένειαν· ἔκαιεν ὅλη ἡ σάρκα της ἀπὸ πολλὴν θέρμην καὶ ἐκινδύνευε μεγάλως εἰς θάνατον, παρεκάλει δὲ αὕτη τὸν ἄνδρα της νὰ τὴν ὑπάγῃ εἰς τὸν Ὅσιον νὰ τῆς δώσῃ τὴν ὑγείαν της· ἐκεῖνος δέ, γνωρίζων τὴν τάξιν τοῦ Ὁσίου, ὅτι δὲν ἤθελε νὰ ἴδῃ γυναῖκα, μετέβη μόνος του καὶ λέγων τὴν αἰτίαν τῆς μεταβάσεως αὐτοῦ, τοῦ ἔδωσεν ὁ Ἅγιος ὀλίγον ἔλαιον εὐλογημένον, μὲ τὸ ὁποῖον χρισθεῖσα ἡ ἀσθενὴς εὐθὺς ἰατρεύθη. Ἀλλὰ ἀφήνω ὅσα ἤκουσα ἀπὸ ἄλλους (λέγει ὁ σοφὸς Ἱερώνυμος) καὶ λέγω ἐκεῖνα μόνον τὰ ὁποῖα εἶδα μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου.
Ἑπτὰ σύντροφοι εἴμεθα, οἵτινες μετέβημεν διὰ νὰ τὸν ἀπολαύσωμεν, ἐκεῖνος δὲ μᾶς ὑπεδέχθη χαρούμενος. Ἀφ’ οὗ ἐκάμαμεν προσευχὴν (καθὼς ἔχουν οἱ Μοναχοὶ πανταχοῦ συνήθειαν, να ὑποδέχωνται τοὺς ξένους μὲ προσευχὴν) μᾶς ἠρώτησεν, ἐὰν ἦτο κανεὶς κληρικὸς ἀπὸ ἡμᾶς καὶ εἴπομεν ὄχι, διότι δὲν ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἷς ἐξ ἡμῶν ἦτο Διάκονος, ὁ ὁποῖος διὰ ταπείνωσιν δὲν τὸ ὡμολόγησε, διὰ νὰ μὴ τὸν τιμήσῃ ὁ Ἅγιος. Ἐκεῖνος ὅμως, ὡς προορατικός, τὸ ἐγνώρισε καὶ μᾶς εἶπεν· «Ὁ νεώτερός σας εἶναι Διάκονος». Ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνος προσεπάθει νὰ ἀποφύγῃ, ἔπιασεν ὁ Ὅσιος τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ τὴν ἐφίλησε λέγων· «Μὴ κρύπτῃς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, τέκνον μου, διὰ νὰ μὴ ὑποπέσῃς διὰ τὸ καλὸν εἰς κακόν, λέγων διὰ ταπείνωσιν ψεύματα». Τότε ὁ Διάκονος, ποιήσας μετάνοιαν, ὡμολόγησε τὴν ἀλήθειαν αἰτήσας συγχώρησιν. Ἐκεῖ εὑρισκόμενοι ἠσθένησεν ὁ εἷς ἐκ τῶν συντρόφων μας ἀπὸ ρῖγος τριταῖον καὶ παρακαλῶν ἐκεῖνος τὸν Ἅγιον νὰ τὸν ἰατρεύσῃ, τοῦ ἀπεκρίθη· «Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, τέκνον, θέλει σοῦ δώσει μεγάλην ὠφέλειαν· διότι καθὼς μὲ τὰ πικρὰ ἰατρικὰ θεραπεύονται τὰ σώματα, οὕτω καὶ αἱ ψυχαὶ μὲ τὰς ἀσθενείας ἰατρεύονται».