Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος ΙΩΑΝΝΗΣ, ὁ ἐν Λυκῷ τῇ πόλει, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

ἀπεφάσισε νὰ πορνεύσῃ ὁ ἄθλιος· ἀλλ’ ὅταν ἐπεχείρησε νὰ ἐναγκαλισθῇ τὴν γυναῖκα διὰ νὰ τελέσῃ τὴν ἁμαρτίαν, ἔγινεν αὕτη ἄφαντος· ἐφώναζε δὲ εἰς τὸν ἀέρα ὁ δαίμων ἐμπαίζων τὸν Ἀσκητὴν καὶ περιγελῶν αὐτόν· «ὦ Μοναχέ, σὺ ὅστις ὑπεραίρεσο χθὲς καὶ σοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐπέτας εἰς τὰ οὐράνια· ἰδοὺ ἐνικήθης καὶ ἔπεσες εἰς τὸν ᾍδην, τρισάθλιε». Αὐτὰ καὶ ἕτερα πλεῖστα λέγων ὁ δαίμων, ἔπεσεν ὁ Μοναχὸς εἰς ἀπόγνωσιν, μὴ ὑποφέρων τὴν τοιαύτην αἰσχύνην καὶ σύγχυσιν καὶ φεύγων ἀπὸ τὴν ἔρημον ἐτελείωσε τὴν ζωήν του εἰς τὰ κακά του θελήματα ὁ ταλαίπωρος, διότι δὲν εἶχε γνῶσιν νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν μετάνοιαν».

«Ἀλλὰ ἐπειδὴ σᾶς ἐλύπησα μὲ αὐτό, ἀκούσατε καὶ ἄλλο, ἁμαρτωλοῦ τινος τὴν μετάνοιαν, ὅστις ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν ταχεῖαν συγχώρησιν. Εἰς μίαν χώραν, ἐδῶ πλησίον, ἦτο τις εἰς τὰ κακὰ περιβόητος καὶ παράνομος. Κάποτε, φωτισθεὶς παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς μετάνοιαν καὶ ἐκλείσθη εἰς τάφον τινά, κλαίων πικρῶς καθ’ ὥραν καὶ πίπτων ἐπὶ τῆς γῆς ἐκτύπα τὸ μέτωπον καὶ δὲν ἐτολμοῦσε νὰ ἀναφέρῃ τὸ θεῖον ὄνομα, μόνον ἔκλαιε μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας ἀνείκαστον ἡμέρας ὀκτὼ τελείως νηστικός. Ταῦτα οἱ δαίμονες βλέποντες καὶ φοβούμενοι μήπως τὸν χάσουν, ἐπῆγαν τὴν νύκτα καὶ ἐφώναξαν πρὸς αὐτόν· «Τὶ κάμνεις ἐδῶ, ἀσεβέστατε; Τώρα ὅπου ἐχόρτασες ἀπὸ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν καὶ ἐγήρασες εἰς τὴν ἁμαρτίαν, θέλεις νὰ φανῇς καλὸς καὶ σώφρων, παράνομε; Μάτην κοπιᾷς, ἀφρονέστατε. Διότι ἄλλος τόπος δὲν σὲ ἀναμένει εἰμὴ μόνον ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἡτοίμασες. Σὺ ἐτέλεσες τόσα κακά, ὥστε ἔγινες ὡς ἄλλος δαίμων. Λοιπὸν μὴ κόπτεσαι ἀνωφελῶς, διότι τὰ δάκρυα θὰ σὲ καταβιβάσουν εἰς τὸν ᾍδην παράκαιρα. Ἐπέστρεψε λοιπὸν εἰς τὰς προτέρας ἡδονὰς καὶ ἡμεῖς θὰ σοῦ ἑτοιμάσωμεν πᾶσαν σαρκικὴν ἀπόλαυσιν, νὰ χαρῇς τὸ ἐπίλοιπον τῆς πολιτείας σου. Εἰ δὲ καὶ σοῦ ἀρέσουσιν αἱ θλίψεις καὶ αἱ τιμωρίαι, καρτέρησον ὀλίγον, νὰ ἀπολαύσῃς μαζί μας ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σοῦ πρέπουσιν». Αὐτὰ καὶ ἕτερα ἔλεγον ἐκεῖνοι οἱ δόλιοι· αὐτὸς ὅμως δὲν ἐσάλευσε ποσῶς ἀπὸ τὸν τόπον του, ἀλλὰ ἐστέκετο μὲ γνῶσιν ἀκίνητος καὶ οὐδόλως ἀπεκρίνατο».

«Οἱ δαίμονες λοιπόν, ὡς καταφρονηθέντες ὑπ’ αὐτοῦ, ὀργίσθησαν καὶ τοῦ ἔδωσαν τοιοῦτον δαρμὸν (ταῦτα τοῦ Θεοῦ συγχωρήσαντος), ὥστε ἔμεινεν ὡς ἀποθαμένος, ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐσάλευσεν ἀπ’ ἐκεῖ. Τὴν ἄλλην ἡμέραν μετέβησάν τινες συγγενεῖς καὶ φίλοι του καὶ εὑρόντες αὐτὸν οὕτω πεπληγωμένον, ἤθελον νὰ τὸν σηκώσουν καὶ νὰ τὸν ὑπάγουν εἰς τὴν οἰκίαν των, διὰ νὰ τὸν ἰατρεύσωσιν· αὐτὸς ὅμως δὲν ἠθέλησεν, ἀλλὰ ἔμεινεν ὡς στρατιώτης, ἀήττητος εἰς τὸν πόλεμον. Ὅθεν, πάλιν