«Λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐπιμελεῖσθε νὰ νικήσετε ὅλα τὰ πάθη καὶ βάλετε πολὺν κόπον εἰς αὐτὸ καὶ ἀντιμάχεσθε εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός. Εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴν πύλην καὶ περιπατεῖτε τὴν ὁδὸν τῶν θλίψεων, ὅτι χωρὶς αὐτὴν τὴν στενοχωρίαν δὲν δύναται νὰ σωθῇ κανείς. Διὰ νὰ φυλάξετε λοιπὸν ἐγκράτειαν, ἀναχωρήσατε ἀπὸ τὸν κόσμον, διότι ἡ ἡσυχία θέλει σᾶς βοηθήσει πολὺ εἰς τὸ νὰ νικήσετε πᾶσαν ἐπιθυμίαν. Ὅστις συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, παραβαίνει πολλάκις τὴν ἐγκράτειαν διὰ συγκατάβασιν καὶ οὕτω πίπτει καὶ εἰς ἄλλα ἐγκλήματα. Ἐξαιρέτως νὰ φυλάττεσθε ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνην ὡς ἀπὸ ὄφεως. Ὅτι δι’ αὐτῆς τινὲς ἐξέπεσον, ὡς ὁ Ἑωσφόρος, καὶ ἀπὸ φίλοι Θεοῦ ἔγιναν ἐχθροὶ καὶ ἀποστάται του ὕστερον· καὶ πρὸς νουθεσίαν σας, νὰ σᾶς εἴπω ἐκεῖνο ὅπερ συνέβη εἴς τινα ἐνάρετον Ἀσκητήν, ὅστις ἦτο τώρα ὀλίγους χρόνους ἐδῶ πλησίον μας, ἄνθρωπος ἐγκρατὴς καὶ περιβόητος εἰς ὅλην τὴν ἔρημον, ὅστις καθ’ ὥραν προσηύχετο καὶ κατὰ πολλὰ ἠγωνίζετο· ἀλλ’ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ θεμέλιον τῆς ἀρετῆς, τὴν ταπείνωσιν, ἐξέπεσεν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἀκούσατε καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν, διὰ νὰ μὴ πάθῃ κανείς σας ὁμοίαν παρὰ Θεοῦ ἐγκατάλειψιν. Οὗτος ἦτο εἰς ἕνα ἀναχωρητικὸν σπήλαιον καὶ μετήρχετο ἀγῶνα θαυμάσιον· προσηύχετο πάντοτε καὶ δὲν ἔτρωγεν ἀπὸ ξένον κόπον ἄρτον οὐδέποτε, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρόν του ἐτρέφετο. Βλέπων λοιπὸν οὗτος ὅτι ὅλοι τὸν εἶχον εἰς μεγάλην εὐλάβειαν καὶ ἔγινε πανταχοῦ τὸ ὄνομά του περίφημον, ὑπερηφανεύθη, ὁ ἀσύνετος, νομίζων ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του γνῶσιν καὶ ἐπιμέλειαν ἔγινε τοιοῦτος καὶ ὄχι ἐκ θείας Χάριτος».
«Ταῦτα βλέπων ὁ δαίμων, μὲ πανουργίαν τοῦ ἔστησε παγίδα, διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ ὁ μισάνθρωπος· μετασχηματισθεὶς εἰς μορφὴν ὡραίας γυναικός, ἐπῆγε νύκτα τινὰ εἰς τὸ σπήλαιον αὐτοῦ καὶ προσεποιήθη ὅτι ἔχασε τὸν δρόμον καὶ διὰ νὰ μὴ τὴν φάγουν τὰ θηρία ἐπῆγε νὰ μείνῃ ἐκεῖ ἕως τῆς ἑπομένης. Ἐκεῖνος δέ, εὐσπλαχνιζόμενος αὐτήν, ἔστερξε νὰ τὴν κρατήσῃ καὶ ἐρωτῶν πόθεν ἦτο καὶ πῶς περιεπάτει μοναχὴ εἰς τὸν δρόμον, τοῦ ἀπεκρίθη μὲ λόγια ψευδοσχηματιζόμενα καὶ δόλια, τὰ ὁποῖα ἐπλήγωσαν τὴν καρδίαν του καὶ τοῦ ἤρχοντο αἰσχροὶ καὶ ρυπαροὶ λογισμοί, τὴν ψυχήν του μολύνοντες καὶ ἐμελέτησε ὁ δυστυχὴς νὰ κάμῃ μετ’ αὐτῆς ἁμαρτίαν. Τοῦτο γνωρίσας ὁ δόλιος ἤρχισε νὰ ψηλαφῇ τὸν Ἀσκητὴν τάχα διὰ εὐλάβειαν, ὁ ὁποῖος ἐπληγώθη ἀπὸ τὸν ἔρωτα περισσότερον καὶ λησμονήσας ὡς μεθυσμένος τοὺς προτέρους ἀγῶνας καὶ τὴν ἄσκησιν καὶ τὰς δωρεὰς καὶ Χάριτας, τὰ ὁποίας ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεόν,