οἱ δαίμονες τὸν ἔδειραν δυνατώτερα, ὁ δὲ ὑπέμεινεν εὐχαριστῶν τὸν Κύριον καὶ ἔλεγε· «Κάλλιον νὰ ἀποθάνω, παρὰ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὰ πρότερα». Κατὰ δὲ τὴν τρίτην νύκτα τοῦ ἔδωσαν τόσας μάστιγας, ὥστε ὁ καθεὶς ἐνόμιζεν ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀείμνηστος, μὴ δυνάμενος νὰ σαλεύσῃ, προσηύχετο κοιτώμενος. Τότε οἱ δαίμονες, νικηθέντες ὑπ’ αὐτοῦ, ἀνεχώρησαν καὶ δὲν ἠδυνήθησαν πλέον νὰ πλησιάσωσιν. Οὗτος δὲ ἔμεινε τοῦ λοιποῦ ἀνενόχλητος καὶ τόσας ἀρετὰς κατώρθωσεν, ὥστε ἔδειχνεν ὡς ἄσαρκος Ἄγγελος καὶ ὅσοι τὸν ἔβλεπον τὸν ἐθαύμαζον καὶ πολλοὶ ἀπηλπισμένοι, βλέποντες αὐτόν, ἐπέστρεψαν εἰς μετάνοιαν καὶ ἐσώθησαν. Ἀκούσατε δὲ καὶ ἄλλο ὑπόδειγμα διὰ νὰ φεύγετε τῆς ὑψηλοφροσύνης τὸν κίνδυνον».
«Ἦτο τις Μοναχὸς εἰς ταύτην τὴν ἔρημον καὶ ἡσυχάζων ἐφύλαττεν ἕως τὸ γῆρας αὐτοῦ μεγάλην ἐγκράτειαν, εἶχε δὲ τόσην εἰρήνην καὶ καθαρότητα συνειδήσεως καὶ τόσον ἦτο ἐνάρετος, ὥστε ἐπερνοῦσεν εἰς τὴν γῆν πολιτείαν οὐράνιον, καθ’ ὥραν τὸν Θεὸν στοχαζόμενος. Ὅθεν, βλέπων ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν πολὺν αὐτοῦ πόθον καὶ τὴν καλὴν προαίρεσιν, διὰ νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν φροντίδα τοῦ σώματος, τοῦ ἔστελλε καθ’ ἡμέραν μὲ ἕνα Ἄγγελον ἕνα ἄρτον εὐώδη καὶ ὡραιότατον, τὸν ὁποῖον εὕρισκεν εἰς τὴν τράπεζαν ἕτοιμον μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ἑσπερινοῦ. Ὅθεν, ἀφοῦ ἔτρωγεν, ἐδίδετο πάλιν εἰς προσευχὴν καὶ θεωρίαν οὐράνιον καὶ πολλὰς ἀποκαλύψεις εἶδεν, ὡς καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος. Ἐπειδὴ ὅμως ὑπερηφανεύθη εἰς τὴν διάνοιαν, βάζων εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι διὰ τὰς ἀγαθοεργίας του τοῦ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τόσας Χάριτας, τὸν ἐβαρύνθη ὁ Κύριος καὶ ἔπεσεν εἰς ὀλίγην ἀκηδίαν. Ὅθεν δὲν ἔκαμνε πλέον τὴν προσευχήν του μὲ τόσην κατάνυξιν καὶ ὅσον παρήρχετο ὁ καιρός, τόσον ἐπλήθυνεν ἡ ἀμέλεια. Πλὴν ὅμως ἐβίαζε τὴν ὄρεξίν του καὶ ἀνεγίνωσκε τὴν ἀκολουθίαν του κατὰ τὴν συνήθειαν, εὑρίσκων δὲ τὸν ἄρτον, ὡς πρότερον, δὲν κατέβαλε κόπον νὰ διώξῃ τὴν ἀμέλειαν, νομίζων ὅτι δὲν εἶχε δι’ αὐτὸ κατάκρισιν».
«Μετὰ ταῦτα πάλιν τοῦ ἦλθον ρυπαροὶ λογισμοὶ τῆς σαρκός, παρακινοῦντες αὐτὸν εἰς τὴν βδελυρὰν πρᾶξιν τῆς πορνείας. Τὴν πρώτην ἡμέραν τοὺς ἐπολέμησε δυνατὰ καὶ ἀφ’ οὗ ἔκαμε τὴν προσευχήν του εὗρε τὸν ἄρτον, ἀλλ’ ὅμως ὄχι τόσον ἄσπρον καὶ εὔμορφον ὡς πρωτύτερα, ἀλλὰ ὀλίγον μελαχροινὸν καὶ ἐθαύμασε διὰ τοῦτο. Ἔφαγε λοιπὸν μὲ πολλὴν θλῖψιν τῆς συνειδήσεως, γνωρίζων ὅτι αὐτὸς ἦτο τούτου τὸ αἴτιον.