Εἰς ἐκεῖνα τὰ ὅρια ὥριζεν εἷς ἄρχων, ἡ γυνὴ τοῦ ὁποίου εἶχε βαρεῖαν ἀσθένειαν· ὅθεν ἀπῆλθεν ὁ ἄρχων εἰς τὸν Ὅσιον καὶ τὸν παρεκάλει νὰ τὸν συγχωρήσῃ νὰ φέρῃ ἐκεῖ εἰς τὸ κελλίον τὴν συμβίαν του νὰ τὴν θεραπεύσῃ, καθὼς καὶ πολλοὺς ἄλλους ἐθεράπευσεν. Ὁ δὲ Ὅσιος δὲν ἐδέχθη, λέγων ὅτι γυνὴ δὲν ἐπλησίασε ἐκεῖ οὐδέποτε. Λέγει ὁ ἄρχων· «Ἐπ’ ἀληθείας, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἔλθῃ ἐδῶ ἡ συμβία μου νὰ τὴν εὐχηθῇς, θέλει ἀποθάνει ἀπὸ τὴν λύπην της». Βλέπων λοιπὸν ὁ Ὅσιος τὴν πολλὴν βίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἀκούσας τῆς γυναικὸς τὴν εὐλάβειαν, εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε καὶ αὐτὴν τὴν νύκτα θὰ μὲ ἰδῇ ἡ συμβία σου, χωρὶς νὰ κοπιάσῃ ἕως ἐδῶ, χωρὶς λόγον». Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἄρχων ἀπῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν του συλλογιζόμενος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ τὴν σημασίαν τοῦ λόγου. Ὁμοίως καὶ ἡ γυνή του διελογίζετο πῶς θέλει γίνει αὐτό. Κατὰ τὸ μεσονύκτιον βλέπει ἐν ὁράματι τὸν Ὅσιον λέγοντα· «Ὦ γύναι, μεγάλη ἡ πίστις σου· ὅθεν ἦλθα νὰ πληρώσω τὸν πόθον σου, σοῦ δίδω δὲ ταύτην τὴν νουθεσίαν, νὰ μὴν ἐπιθυμήσῃς ποτὲ νὰ ἰδῇς τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ πρόσωπον, ἀλλὰ μόνον νὰ μιμῆσαι τὰς πράξεις των, διότι δὲν εἶμαι Προφήτης, καθὼς μὲ νομίζεις, οὔτε Δίκαιος, ἀλλὰ διὰ τὴν ἰδικήν σου πίστιν καὶ τοῦ ἀνδρός σου παρεκάλεσα, ὁ ἁμαρτωλός, τὸν Κύριον καὶ ἰάτρευσεν ὅλας τὰς ἀσθενείας σου. Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν καὶ σᾶς συμβουλεύω, νὰ ἐνθυμῆσθε αὐτὰς καὶ τὰς λοιπὰς εὐεργεσίας, ὅπου σᾶς ἔκαμεν ὁ Κύριος, νὰ τὸν εὐχαριστῆτε πάντοτε, νὰ τὸν φοβῆσθε καὶ νὰ φυλάττεσθε νὰ μὴ πταίσετε εἰς αὐτὸν οὐδέποτε. Λοιπόν, φθάνει ὅτι μὲ εἶδες εἰς τὸ ὅραμά σου καὶ μὴ θελήσῃς νὰ μὲ ἰδῇς ἔξυπνος».
Τὸ πρωῒ εἶπεν ἡ γυνὴ εἰς τὸν σύζυγόν της τὸ ὅραμα καὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς ὄψεως τοῦ Ὁσίου ὡς καὶ τὰ ἐνδύματα καὶ οὕτως αὐτὴ μὲν ἔγινεν ὑγιὴς καὶ ἐδόξαζε τὸν Κύριον, ὁ δὲ ἄρχων ἐπῆγε δρομαῖος μὲ πολλὴν χαρὰν καὶ εὐλάβειαν πρὸς τὸν Ὅσιον, εὐχαριστῶν αὐτὸν διὰ τὴν εὐεργεσίαν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμεν. Ἄλλος τις ἄρχων τῆς πλησιοχώρου περιοχῆς, Ρωμαῖος τὸ γένος, ἦλθεν εἰς τὸν Ὅσιον, λέγων ὅτι ἡ γυνή του ἦτο ἑτοιμόγεννος, ἀλλ’ ἐκινδύνευε νὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ παρεκάλει τὸν Ὅσιον νὰ κάμῃ πρὸς Κύριον δέησιν, νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν κίνδυνον. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίνατο· «Ἡ γυνή σου ἐγέννησε παιδίον ἀρσενικόν, μετὰ τὴν γένναν ὅμως ἡ μήτηρ ἀπέθανεν, ἀλλὰ διὰ τὴν πίστιν σου καὶ εὐλάβειαν ὕπαγε νὰ τὴν εὕρῃς ἀναστημένην καὶ βαπτίσας τὸ παιδίον, ὀνόμασον αὐτὸ Ἰωάννην, μὴ δώσῃς δὲ τοῦτο εἰς ἄλλην γυναῖκα νὰ τὸ θηλάζῃ, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀναθρέψετε σεῖς εἰς τὸν οἶκον σας καὶ ὅταν γίνῃ ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφιέρωσέ το τοῦ Θεοῦ καὶ δός το εἰς ἁγίους Πατέρας νὰ γίνῃ Μοναχός».