κατ’ ἀρχάς, ὅταν ὑπάγῃς ἐκεῖ, νὰ μὴ γνωρίζῃ κανεὶς ὅτι εἶσαι Χριστιανός, ἀλλ’ ὑποκρίσου ὅτι ἀκολουθεῖς τὴν θρησκείαν ἐκείνων· ἀφοῦ δὲ παρέλθῃ ἱκανὸς καιρός, ἄρχισε νὰ συνδιαλέγεσαι μετ’ αὐτῶν κεκαλυμμένως ὡς νὰ ὁμιλῇς μὲ μωρὰ βρέφη, καὶ νὰ τρέφῃς αὐτούς, ὡς διὰ γάλακτος μὲ ἁπλουστέραν διδασκαλίαν, ἕως ὅτου γίνουν τέλειοι καὶ τότε νὰ λάβουν στερεὰν τροφήν, δηλαδὴ νὰ ἀκούσουν τελειοτέραν διδασκαλίαν».
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ θεῖος Ἀπόστολος εἶπε πρὸς τὸν Αὐξίβιον ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα περισσότερα, ἀσπασάμενος αὐτόν, ἀπέλυσεν ἐν εἰρήνῃ· εὑρὼν δὲ πλοῖον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ὁ Μάρκος ἐπεβιβάσθη εἰς αὐτὸ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἔνθα ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιον, διδάσκων τὰ περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ μακάριος Αὐξίβιος, ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸν Λιμνήτην, ἦλθεν εἰς τοὺς Σόλους. Πλησίον δὲ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως, κατὰ τὸ δυτικὸν μέρος, ἦτο ναὸς τοῦ ψευδωνύμου θεοῦ τῶν Ἑλλήνων Διός, εἰς τὸν ὁποῖον διέμενεν ἱερεύς τις τῶν εἰδώλων. Ὅτε λοιπὸν διέβαινεν ἐκεῖθεν ὁ μακάριος Αὐξίβιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁ ἱερεὺς καὶ ἀντελήφθη ὅτι ἦτο ξένος, τὸν ἐκάλεσεν εἰς τὴν οἰκίαν του καὶ τὸν ἐφιλοξένησε μὲ φιλοφροσύνην. Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Αὐξίβιος πλησίον εἰς αὐτὸν τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἠρώτησεν ὁ ἱερεὺς πόθεν ἦτο καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπῆγεν ἐκεῖ. Ὁ δὲ θεῖος Αὐξίβιος τοῦ ἀπεκρίθη ὅτι ἦτο ἀπὸ τὴν Ρώμην καὶ θέλων νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Παλαιστίνην διά τινα ὑπόθεσιν, κατήντησεν εἰς τὸν Λιμνήτην, ὅτε μαθὼν περὶ τῆς πολιτείας ταύτης, ὅτι εἶναι καλὴ ἡ κατοίκησίς της, ἦλθε διὰ νὰ κατοικήσῃ εἰς αὐτὴν μετὰ χαρᾶς· προσέθεσε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς· «Ὅμως σὲ παρακαλῶ, κύριέ μου, νὰ κάμῃς ἔλεος δι’ ἐμέ, ὅπως μείνω πλησίον σου μερικὰς ἡμέρας, ἕως ὅτου νὰ εὕρω τόπον νὰ κατοικήσω». Λέγει δὲ ἱερεὺς πρὸς αὐτόν· «Μένε μετ’ ἐμοῦ ὑγιαίνων».
Ἔμεινε λοιπὸν ὁ μακάριος Αὐξίβιος εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἱκανὸν χρόνον, χωρὶς νὰ φανερώσῃ εἰς κανένα ὅτι εἶναι Χριστιανός, ἀλλ’ ὑπεκρίνετο, ὅτι ἠκολούθει τὴν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, συλλογιζόμενος καθ’ ἑαυτόν, ὅτι ἐὰν ὁ διάβολος μετασχηματίζεται εἰς Ἄγγελον φωτός, διὰ νὰ σύρῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πείθονται εἰς αὐτὸν καὶ διὰ μέσου τῶν καλῶν καὶ εὐαρέστων λόγων νὰ τοὺς φέρῃ ἀπὸ τὸ φῶς εἰς τὸ σκότος, καθὼς κάμνουν καὶ οἱ ὑπηρέται καὶ ἀκόλουθοι αὐτοῦ, πόσῳ μᾶλλον ἡμεῖς πρέπει νὰ μετασχηματίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας ὡς τοὺς ὁμοιοπαθεῖς ἀνθρώπους, διὰ νὰ τοὺς ἀφαρπάσωμεν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ σκότους καὶ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς μεταφέρωμεν εἰς τὸ θαυμαστὸν φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ! Ταῦτα δὲ διανοούμενος καὶ πράττων ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Αὐξίβιος, ἔμεινεν εἰς τὸν προειρημένον τόπον.