Ὁ δὲ Ἅγιος οὗτος Σεραφείμ, καὶ ὅταν ἀκόμη ἔζη ὁ ρηθεὶς Διονύσιος, ἐγνώριζε τὴν κακογνωμίαν του καὶ ὅσον ἠδύνατο ἀπέφευγε τὴν συναναστροφήν του, περιερχόμενος πάντοτε εἰς τὰ χωρία τῆς ὑπ’ αὐτὸν Ἐπισκοπῆς καὶ διδάσκων τὸν λαὸν τοῦ Χριστοῦ. Συλληφθέντος δέ, ὡς εἴπομεν, τοῦ Διονυσίου καὶ φονευθέντος καὶ τῶν Τούρκων εὑρισκομένων εἰσέτι εἰς ταραχήν, παρέστη ἀνάγκη νὰ κατέβῃ ὁ Ἅγιος εἰς Φανάριον, ἐπειδὴ ἦτο καιρὸς νὰ διαμοιράσῃ εἰς τοὺς ἐκεῖ ἀγάδες τὰ συνήθη δωρήματα.
Εἰς τὸ Φανάριον ὅμως ἦσαν Τοῦρκοι τινες ἀγάδες, φθονοῦντες τὸν Ἅγιον διὰ τὴν ἀρετήν του, παροξυνόμενοι ὑπὸ τοῦ δαίμονος, καὶ ἐζήτουν καιρὸν καὶ τρόπον ἐπιτήδειον, ὥστε ἢ νὰ τὸν ρίψουν ἀπὸ τὸ τόσον ὕψος τῆς ἀρετῆς εἰς τὴν ἀσέβειαν ἢ νὰ τὸν ἐκβάλουν ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν. Ὅθεν ἁρπάσαντες ὡς εὔλογον αἰτίαν τὴν ἀποστασίαν τοῦ Διονυσίου, καθὼς εἶδον τὸν Ἅγιον, ἤρχισαν νὰ λέγουν μεταξύ των· «Καὶ αὐτὸς μετὰ τοῦ Διονυσίου ἦτο καὶ τώρα πῶς ἐτόλμησε καὶ ἦλθεν ἔμπροσθέν μας, ἀφοῦ εἶναι ἐπίβουλος τῆς ἐξουσίας μας;». Ὁ δὲ Ἅγιος ἀκούων ταῦτα ἠπόρει καὶ ἐπειδὴ ἦτο ἀναίτιος ἐνόμιζε ὅτι τὰ λέγουν περὶ ἄλλου τινός. Διὰ τοῦτο καὶ μετὰ θάρρους τοὺς ἠρώτησε λέγων· «Περὶ τίνος λέγετε ταῦτα;». Οἱ δὲ ἀποκριθέντες μετὰ θυμοῦ εἶπον· «Διὰ σέ, ὦ ἀποστάτα καὶ ἐπίβουλε· ἰδοὺ ὅπου ἦλθες εἰς τὰς χεῖράς μας· τώρα θέλεις λάβει καὶ σὺ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σοῦ πρέπει, ἐκτὸς μόνον ἀνίσως καὶ θελήσῃς νὰ ἀφήσῃς τὴν Πίστιν σου καὶ νὰ γίνῃς Τοῦρκος, τότε θέλομεν σὲ συγχωρήσει καὶ σὲ τιμήσει μεγάλως, διότι μὲ τὸν τρόπον τοῦτον θέλομεν γνωρίσει, ὅτι μετενόησες καὶ ἔγινες ἴσος μὲ ἡμᾶς». Ὁ δὲ Ἅγιος, καίτοι παρ’ ἐλπίδα ταῦτα ἀκούσας, καὶ ποθῶν ὡς εἴρηται, τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ Μαρτύριον, δὲν ἐδειλίασε τελείως, ἀλλὰ σταθεὶς μὲ καθαρὸν καὶ ἀσύγχυτον πρόσωπον, τοὺς εἶπεν· «Ὅτι μὲν ἐγὼ ἀπὸ τὴν τοιαύτην κατηγορίαν εἶμαι τελείως ἀμέτοχος, ὄχι μόνον ἅπαντες οἱ Χριστιανοὶ τὸ ὁμολογοῦσιν, ἀλλὰ καὶ σεῖς οἱ Τοῦρκοι (ἐὰν θέλετε νὰ φανερώσητε τὴν ἀλήθειαν) τὸ γνωρίζετε καλλίτερα. Τοῦτο δὲ τὸ ὁποῖον λέγετε, νὰ ἀφήσω τὴν Πίστιν μου, διὰ νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὸν θάνατον, δὲν θέλω τὸ καταδεχθῆ κατ’ οὐδένατρόπον, νὰ ἀφήσω τὸν γλυκύτατόν μου Ἰησοῦν, τὸν Θεόν μου καὶ πλάστην μου, μάλιστα δὲ τώρα ὅπου θέλω πάθει ἀδίκως καὶ διὰ τοῦτο ἐλπίζω ἀπὸ τὸν Δεσπότην μου νὰ τύχω καὶ περισσοτέρας τιμῆς, τὴν δὲ τιμὴν τὴν ἰδικήν σας οὔτε νὰ τὴν ἀκούσω δὲν τὸ καταδέχομαι».