«Ποίησον τὸ θέλημά μου, γλυκυτάτη μου νύμφη, καὶ συμφώνησον νὰ γίνῃς ὁμόζυγός μου ἵνα λυτρωθῇς ἀπὸ τὰ κολαστήρια καὶ ἐὰν δὲν θέλῃς νὰ προσκυνήσῃς τοὺς θεούς, ἡμεῖς εἰς τοῦτο δὲν σὲ βιάζομεν· ἀρκεῖ μόνον νὰ κάμωμεν τὸν γάμον». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Οὔτε κανένας λόγος, οὔτε βάσανος, οὔτε αὐτὸς ὁ κίνδυνος τοῦ θανάτου θέλει μὲ πείσει νὰ συζευχθῶ μετὰ σοῦ, ἐὰν δὲν λάβῃς τὸ θεῖον Βάπτισμα καὶ δὲν γίνῃς ὡς καὶ ἐγὼ Χριστιανὸς τέλειος».
Ἀκούων τοὺς λόγους τούτους τῆς Μάρτυρος καὶ φλεγόμενος εἰσέτι ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, λέγει πρὸς αὐτην ὁ ἔπαρχος μὲ πραότητα· «Ἐπ’ ἀληθείας, φιλτάτη μου κόρη καὶ πολυπόθητος, θὰ ἐδεχόμην νὰ σοῦ κάμω καὶ τοῦτο τὸ θέλημα διὰ τὴν πρὸς σὲ ἀγάπην μου, ἐὰν δὲν ἐκινδύνευεν ἡ ζωή μου· διότι, ἐὰν κάμω τοιοῦτον πρᾶγμα, εὐθὺς ὡς τὸ μάθῃ ὁ βασιλεὺς ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν θέλει μοῦ ἀφαιρέσει, ἀλλὰ θέλει μοῦ δώσει καὶ πικρότατον θάνατον». Ἀπεκρίθη ἡ Ἁγία· «Ἐὰν σὺ φοβεῖσαι τὸν θνητὸν καὶ πρόσκαιρον βασιλέα, ὅστις δὲν δύναται νὰ σοῦ ἐγγίσῃ εἰς τὴν ψυχήν, εἰμὴ μόνον νὰ παιδεύσῃ τὸ σῶμά σου, πῶς ἐγὼ νὰ μὴ φοβηθῶ τὸν ἀθάνατον καὶ οὐράνιον, τὸν Δεσπότην πάντων τῶν βασιλέων, ὅστις ἐξουσιάζει πᾶσαν πνοὴν καὶ ζωήν;
Πῶς ἐγὼ νὰ καταφρονήσω τοιοῦτον Βασιλέα καὶ νὰ λάβω τὸν ἀντίδικον αὐτοῦ ἄνδρα; Ἐὰν εἶχες σὺ δοῦλον τινὰ ἠγαπημένον καὶ ἔκαμνε γάμον μὲ τοὺς ἐχθρούς σου, δὲν θὰ ἐσκανδαλίζεσο ἐναντίον του καὶ δὲν θὰ τὸν ἐμισοῦσες ὡς ἐπίβουλον; Μὴ πλανᾶσαι λοιπὸν καὶ μὴ ἔχῃς καμμίαν ἐλπίδα εἰς ἐμέ. Μὴ χάνῃς τὸν καιρόν σου μὲ τὸ νὰ μὲ δοκιμάζῃς μὲ κολακείας καὶ ἀπειλάς. Ἀλλὰ ἐὰν θέλῃς, πρόσελθε σὺ εἰς τὸν Θεόν μου καὶ πίστευσον, ἢ ἄλλως σφάξον με, καῦσον με εἰς τὸ πῦρ, μάστιζε καὶ κατάκοπτε τὰς σάρκας μου, βάλε θηρία νὰ μὲ σπαράξωσι καὶ μηχανεύσου νὰ μοῦ δώσῃς τὰ δεινότερα κολαστήρια ἐξ ὅσων δύνασαι, διότι ἐγὼ σὲ ἐμίσησα καὶ νομίζω τὴν μετὰ σοῦ κοινωνίαν τάφον καὶ θάνατον».
Ταῦτα ἀκούσας ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς τῆς ἐπιθυμίας φλογιζόμενος ἔπαρχος ἐξεκαύθη ὑπὸ ἄλλου πυρός, τοῦ θυμοῦ, ἔτι περισσότερον καὶ ἔγινεν ὡς θηρίον ἀνήμερον, καθὼς ὁ καταφρονηθεὶς ἔρως τὸ ἔχει συνήθειαν. Προστάσσει ὅθεν νὰ τανύσσουν τὴν Ἁγίαν μὲ λωρία τέσσαρες ἄνδρες, ἄλλοι δὲ νὰ τὴν δέρουν ἀνηλεῶς εἰς ὅλον τὸ σῶμα μὲ ξηρὰ βούνευρα, ἕως νὰ κουρασθῶσιν οἱ μαστιγοῦντες.