Μαθὼν ταῦτα ὁ πατὴρ τῆς Ἰουλιανῆς ἐλυπήθη καὶ ἔδραμεν εὐθὺς εἰς τὸν οἶκόν του, δὲν ἔδειξεν ὅμως ἀμέσως τὸν θυμόν του, ἀλλὰ ἐδοκίμασε πρότερον μὲ κολακείας νὰ διαστρέψῃ τὴν Ἁγίαν καὶ τῆς λέγει· «Εἰπέ μου, γλυκυτάτη μου θυγατέρα καὶ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, διατί δὲν θέλεις νὰ γίνῃ ὁ γάμος καὶ καταφρονεῖς τὸν ἔπαρχον;». Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐὰν δὲν γίνῃ πρότερον κοινωνὸς εἰς τὴν δόξαν μου ὁ Ἐλεύσιος, δὲν εἶναι πρέπον νὰ τὸν λάβω σύζυγον· διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθῶσι τὰ σώματά μας, αἱ δὲ ψυχαί μας νὰ μάχωνται;». Ταῦτα ἐθύμωσαν τὸν πατέρα της καὶ τῆς λέγει ὀργιζόμενος· «Ἐμωράνθης, ἀνόητη, καὶ ποθεῖς νὰ λάβῃς μύρια κολαστήρια; Σὲ διαβεβαιῶ ὅμως ἐνώπιον τῶν μεγάλων θεῶν Ἀπόλλωνός τε καὶ Ἀρτέμιδος, ὅτι θέλω δώσει τὸ σῶμά σου νὰ τὸ φάγουν οἱ κύνες καὶ τὰ ἄγρια θηρία». Ἀπήντησεν ἡ Μάρτυς· «Μὴ ἀμελήσῃς, ἀλλὰ σύναξε ὅσα θηρία θέλεις καὶ δός μου ὅσους θανάτους δυνηθῇς, διότι πολλὴν ὠφέλειαν θέλω λάβει, ἐὰν πολλάκις ἀποθάνω διὰ τὸν Χριστόν μου καὶ πολλὰς ἀμοιβὰς θέλω ἀπολαύσει εἰς τὸν Παράδεισον». Τότε πάλιν ὁ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ ἄσπλαγχνος ἐδοκίμασε μὲ κολακείας ἀλλὰ καὶ ἄλλας ἀπειλὰς κολαστηρίων νὰ τὴν φέρῃ εἰς τὴν γνώμην του, ὅμως δὲν ἠδυνήθη, διότι αὐτὴ τὸν ἀπέκοψεν ἀπὸ τὸν λόγον του λέγουσα· «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ὡς τοὺς θεούς σου ἀναίσθητος, καὶ ἔχων ὦτα δὲν ἀκούεις τοὺς λόγους μου; Ἐγὼ σοῦ εἶπα καὶ σὲ ἐβεβαίωσα, ὅτι ἐὰν δὲν προσκυνήσῃ τὸν Χριστόν, δὲν συγκοινωνῶ ποτὲ μὲ τὸν Ἐλεύσιον».
Βλέπων ὁ πατὴρ τῆς Ἁγίας ὅτι μὲ τοὺς λόγους μόνον δὲν κατορθώνει τίποτε, ἔκλεισεν αὐτὴν εἰς σκοτεινὴν φυλακήν, κατὰ δὲ τὴν νύκτα τὴν ἐρωτοῦσαν καὶ πάλιν ἐὰν μετέβαλε γνώμην. Ἀλλ’ αὐτὴ ἀπεκρίνατο στερεώτερα λέγουσα· «Δὲν προσκυνῶ γλυπτὰ καὶ ἀναίσθητα ξόανα, ἀλλὰ μόνον τὸν Χριστόν μου, τὸν ἀληθῆ Θεὸν προσκυνῶ καὶ σέβομαι». Τότε θυμωθεὶς ὁ πατήρ της ἀφῆκε τοὺς λόγους καὶ ἐρχόμενος εἰς τὰ ἔργα ἔδειρε τὴν Ἁγίαν ὄχι ὡς πατήρ, ἀλλὰ ὡς ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος, ἀνηλεῶς πολὺ καὶ ἀσπλάγχνως, ἔπειτα δὲ τὴν παρέδωκεν εἰς τὸν μνηστῆρα της, νὰ τὴν κάμῃ ὡς βούλεται. Λαβὼν ἐκεῖνος εἰς τὴν ἐξουσίαν του τὴν Ἁγίαν καὶ βλέπων τὸ τόσον κάλλος αὐτῆς καὶ τὴν ὡραιότητα τὴν ἄφθαστον, κατεπραύνθη ἐκ τῆς ἐπιθυμίας ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μανία αὐτοῦ καὶ λησμονήσας τὸν θυμόν, τὸν ὁποῖον εἶχε κατ’ αὐτῆς πρότερον, λέγει πρὸς αὐτὴν μὲ πολλὴν ἡμερότητα·