Ταῦτα ἀκούων ὁ τύραννος ἐθυμώθη κατὰ τοῦ Μάρτυρος καὶ προσέταξε νὰ καρφώσουν καλάμους ὀξεῖς εἰς τοὺς ὄνυχας αὐτοῦ. Εἶναι δὲ ἡ βάσανος αὕτη δριμυτάτη καὶ πανώδυνος, τόσον ὥστε ὄχι μόνον νὰ πάθῃ τις αὐτήν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἀκοήν της δειλιᾷ καὶ τρέμει χωρὶς νὰ τὴν δοκιμάσῃ. Ἀλλ’ ὁ Μάρτυς ταῦτα πάσχων ὕψωσε πρὸς οὐρανὸν τὴν διάνοιαν, καὶ δὲν ἐσκέπτετο οὐδόλως τὴν ὀδύνην ὁ ἀξιέπαινος. Ὅθεν ὁ δυσσεβὴς τύραννος, βλέπων ὅτι ματαίως ἐβασανίζετο καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ νικήσῃ τὸν Μάρτυρα, εὗρεν ἄλλην χαλεπωτέραν βάσανον, καὶ προστάσσει νὰ ἀνοίξουν τὸ στόμα του καὶ νὰ χύσουν ἐντὸς αὐτοῦ βρασμένον μόλυβδον. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος ὕψωσε πρὸς οὐρανὸν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς λέγων· «Δέσποτά μου Ἰησοῦ Χριστέ, ὅστις μὲ ἐνεδυνάμωσες νὰ νικήσω τὰ πρότερα κολαστήρια, ἐλθὲ καὶ τώρα νὰ μὲ βοηθήσῃς, ἡ παρηγορία καὶ παράκλησίς μου, ἐλαφρύνων τὴν ἐμὴν ὀδύνην καὶ κάκωσιν, καὶ δός μοι νίκην κατὰ τοῦ σατανᾶ καὶ τοῦ ἄρχοντος, διότι, καθὼς γνωρίζεις, διὰ τὴν ἀγάπην σου βασανίζομαι». Ταῦτα εἰπὼν παρεκάλει τοὺς Ἁγίους νὰ κάμουν δι’ αὐτὸν δέησιν, ὅπως τὸν ἐνδυναμώσῃ ὁ Κύριος, ὅπερ καὶ ἐγένετο καὶ ηὔχοντο οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Μάρτυρες πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὸν Βονιφάτιον νὰ τοῦ δώσῃ νίκην, νὰ τελειώσῃ τὴν ἄθλησιν.
Ὅταν λοιπὸν ἀνέλυσαν οί ὑπηρέται τὸν μόλυβδον καὶ ἤθελον νὰ χύσουν αὐτὸν μὲ τὴν χώνην εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ Μάρτυρος, ἠγανάκτησαν οἱ παρεστῶτες διὰ τὴν ὠμότητα τοῦ ἄρχοντος, ὄχι μόνον διὰ τὸν Βονιφάτιον, ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ἄλλους Ἁγίους, τοὺς ὁποίους ἐβασάνιζε μὲ σκληρότατα κολαστήρια· ὅθεν μὴ ὑποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχὴν ἀνεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, μέγας εἶσαι, Χριστὲ Βασιλεῦ, εἰς σὲ καὶ ἡμεῖς πάντες πιστεύομεν». Ταῦτα λέγοντες, τὸ μὲν βωμὸν ὅστις ἦτο ἐκεῖ πλησίον κατέστρεψαν, τὸν δὲ ἄρχοντα ἐλιθοβόλησαν, τόσον ὥστε ἐκινδύνευσε νὰ ἀπολεσθῇ ἀπὸ τοὺς λίθους ὁ ἄθλιος· ὅθεν ἔφυγεν ἔντρομος καὶ κατὰ πολλὰ αἰσχυνόμενος. Κατὰ δὲ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐκάθησε πάλιν εἰς τὸ κριτήριον ὁ ἀλιτήριος, διὰ νὰ ἀποπλύνῃ δὲ τὴν ὕβριν τῆς προηγουμένης ὠνείδιζε τὸν Μάρτυρα χλευάζων τὸν Χριστόν, ὅτι ὡς λῃστὴς καὶ κακοποιὸς ἐσταυρώθη. Ὁ δὲ Ἅγιος ἤλεγχε τὸν τύραννον περισσότερον, ἐκεῖνος δὲ μὴ ὑποφέρων τὴν ἐξουδένωσιν κατεδίκασε τὸν Ἀθλητήν, νὰ τὸν βάλουν εἰς λέβητα γεμᾶτον πίσσαν, νὰ τὸν βράσουν ἕως νὰ διαλυθῇ τελείως, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἠμέλησε νὰ θαυματουργήσῃ καὶ τότε, ἀλλ᾽ ἔστειλεν ἐξ οὐρανοῦ Ἄγγελον, ὁ ὁποῖος τὸν μὲν Ἅγιον ὡς καί ποτε τοὺς Ἁγίους Τρεῖς Παῖδας ἀβλαβῆ διεφύλαξεν, ἡ δὲ φλὸξ ἐκχυθεῖσα κατέκαυσεν ὅσους ἐπρόφθασε.