πλὴν ἤκουσα ἀπό τινα ἐνάρετον καὶ εὐσεβῆ ἄνδρα, ὅτι ὅποιος τιμᾷ τὰ ἅγια Λείψανα ἔχει μισθὸν μέγαν παρὰ Θεοῦ καὶ ἀντάμειψιν. Λοιπὸν καθὼς ἤσουν ἕως τώρα εἰς τὸ κακὸν πρόθυμος, οὕτω πλήρωσόν μου καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ταύτην τὴν ψυχωφελῆ καὶ σωτήριον· ὕπαγε σπουδαίως εἰς τὴν Ἀσίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμαρτύρησαν πολλοὶ Ἅγιοι, νὰ φέρῃς ὅσα δυνηθῇς ἀπὸ τὰ τίμια αὐτῶν καὶ σεβάσμια Λείψανα, νὰ τοὺς οἰκοδομήσωμεν Ναούς, διὰ νὰ ἔχωμεν τὴν χάριν των εἰς τὴν ψυχήν μας βοήθειαν». Ταῦτα ἐκείνης εἰπούσης ὑπεσχέθη ὁ Βονιφάτιος νὰ τελέσῃ μετὰ χαρᾶς τὸ προστασσόμενον. Ὅθεν ἔδωκε πρὸς αὐτὸν ἄφθονα χρήματα διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἱερὰ Λείψανα καὶ νὰ διαμοιράσῃ καὶ εἰς πένητας. Ἀπέστειλε δὲ μετὰ τοῦ Βονιφατίου καὶ δώδεκα ἱππεῖς, πρὸς συνοδείαν αὐτοῦ, ὡς καὶ σινδόνας, ἀρώματα, μύρα εὐωδέστατα, καὶ πᾶν ἄλλο ἁρμόδιον πρὸς τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων ὡς ἔπρεπεν.
Ὅταν δὲ ὁ Βονιφάτιος ἀπεχαιρέτησε τὴν Ἀγλαΐδα, εἶπε πρὸς αὐτὴν μειδιῶν· «Ἄραγε, δέσποινα, ἐὰν ἐπιτύχω νὰ σοῦ φέρουν τὸ ἰδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι νὰ τιμήσῃς αὐτὸ ὡς ἅγιον;». Ταῦτα μὲν εἶπε χαριεντιζόμενος, ἢ ἴσως νὰ τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεὸς καὶ προεῖπεν ἐκεῖνο ὅπερ ἔγινε κατόπιν. Ἡ δὲ Ἀγλαῒς ἀπεκρίνατο· «Δὲν εἶναι καιρὸς δι’ ἀστεῖα, Βονιφάτιε, ἀλλ’ ὕπαγε κοσμίως καὶ μὲ εὐλάβειαν νὰ τελέσῃς τὸ προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ὅτι τὰ ἅγια Λείψανα, τὰ ὁποῖα μέλλεις νὰ φέρῃς, δὲν εἴμεθα ἄξιοι σὺ καὶ ἐγὼ νὰ τὰ ἐγγίσωμεν οὔτε κἄν νὰ τὰ κυττάξωμεν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μας· ἄπελθε λοιπὸν εἰς εἰρήνην, καὶ αὐτὸς ὁ Θεός, ὅστις δι’ ἡμᾶς ἔλαβε σάρκα καὶ θάνατον, νὰ μᾶς συγχωρήσῃ τὰ πταίσματα καὶ νὰ ἀποστείλῃ τὸν Ἄγγελον αὐτοῦ ἔμπροσθέν σου, νὰ σοῦ κατευθύνῃ τὰ διαβήματα». Αὐτὰ τὰ λόγια ὠφέλησαν πολὺ τὸν Βονιφάτιον καὶ ἔγινε πρὸς τὰ θεῖα εὐσεβέστερος. Ὅθεν οὔτε κρέας ἔφαγε καθ’ ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν ἐκείνην, οὔτε οἶνον ἐδοκίμασεν, ἀλλὰ ἐνθυμούμενος τὰς ἁμαρτίας του ἐφρόντιζε διὰ τὴν ψυχικήν του σωτηρίαν καὶ δὲν ἐπεμελεῖτο οὐδόλως διὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ διήρχετο μὲ πολλὴν προσοχήν, καὶ εὐλάβειαν, ἀναλογιζόμενος τὰς πράξεις αὐτοῦ, διότι ὁ φόβος γεννᾷ τὴν προσοχήν, καὶ αὐτὴ τὴν γαλήνην καὶ τὴν κατάστασιν ἐκείνην, μὲ τὴν ὁποίαν γνωρίζει ἕκαστος τὰς ἀσχημίας καὶ ἀνομίας του, καὶ οὕτως ἔρχεται πρὸς μετάνοιαν, καθὼς ἔκαμε καὶ ὁ σοφὸς τὴν ψυχὴν Βονιφάτιος, ὅστις, ἔχων πόθον νὰ γίνῃ φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐγκρατεύετο ἀπὸ τὰ παχύτερα φαγητὰ καὶ ἐνήστευε καθ’ ὅλην τὴν ὁδοιπορίαν ἐκείνην εὐχόμενος.