Ἀφοῦ δὲ ἢ ἔφαγεν αὐτὰ ὁ Ἰούδας ἢ τὰ ἔλαβε μόνον, ἐμβῆκεν ὁ σατανᾶς εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν συντροφίαν τῶν τοῦ Χριστοῦ Μαθητῶν ἐπιδεξίως, διὰ νὰ κάμῃ τὴν προδοσίαν τὴν ὁποίαν καὶ εὐθὺς ἔκαμεν. Ἔπειτα ὁ Κύριος, πρὶν ἢ λείψῃ ἀπὸ τὸ μέσον καὶ ὁ Ἰούδας, εἶπε πρῶτον· «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπὸ τώρα καὶ ἐφεξῆς δὲν μέλλω νὰ πίω ἀπὸ τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, θέλω δὲ πίει τοῦτο καινὸν μεθ’ ὑμῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ μου, δηλαδὴ ἐν τῇ Ἀναστάσει» (Ματθ. κϛ’ 29, Μάρκ. ιδ’ 25).
Πρὸ δὲ τοῦ Δείπνου ἐγερθεὶς ὁ Κύριος ἀπὸ τῆς τραπέζης, ἐξέβαλε τὸ ἐπανωφόριόν του καὶ ζωσθεὶς λέντιον, δηλαδὴ τεμάχιον ὑφάσματος, ὅπως ἡ σημερινὴ ποδιά, ἔβαλεν ὕδωρ εἰς μίαν λεκάνην καὶ ἤρχισε νὰ νίπτῃ τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν Του, ἐσπόγγισε δὲ αὐτοὺς μὲ τὸ λέντιον· τοῦτο δὲ ἔκαμε διὰ παράδειγμα ταπεινώσεως. Νίπτων λοιπὸν τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν, ἔρχεται καὶ πρὸς τὸν Πέτρον, αὐτὸς δὲ τοῦ λέγει· «Κύριε, οὐ μὴ νίψῃς μου τοὺς πόδας εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. ιγ’ 8). Τοῦ λέγει ὁ Χριστός· «Τοῦτο, τὸ ὁποῖον σοῦ κάμνω ἐγώ, σὺ τώρα δὲν τὸ ἐννοεῖς, θέλεις ὅμως τὸ ἐννοήσει μετὰ ταῦτα» (αὐτ. 7).
Δὲν ἔνιψε δὲ ὁ Χριστὸς πρῶτον τοὺς πόδας τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ ἄλλου τινός, τοὐτέστι τοῦ Ἰούδα· πῶς δὲ τοῦτο εἶναι φανερόν; Ἄκουσον τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅστις λέγει, ὅτι ὅταν ἤρχισε νὰ νίπτῃ τοὺς πόδας τῶν Μαθητῶν, κανεὶς ἄλλος δὲν ἐτόλμησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ νίψιμον πρωτύτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰούδαν. Διότι ἂν ἔκαμνεν ἄλλος τὴν ἀρχὴν νὰ νιφθῇ, δὲν ἤθελεν ἐμποδίσει ὁ Πέτρος τὸν Χριστόν, νὰ μὴ νίψῃ τοὺς πόδας του. Ἀλλὰ βλέπων, ὅτι ὁ μικρότερος μαθητής, ὁ Ἰούδας, μὲ τόλμην καὶ ἀναισχυντίαν ἐδέχθη τοῦ Κυρίου τὴν ταπείνωσιν, δὲν ἠθέλησε νὰ μιμηθῇ τὴν αὐθάδειαν αὑτοῦ καὶ λέγει πρὸς τὸν Κύριον· «Κύριε, Σὺ θέλεις νὰ μοῦ νίψῃς τοὺς πόδας; Οὐδέποτε θέλεις νίψει τούτους εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα» (ἔνθ’ ἀνωτ.). Τοῦ λέγει ὁ Χριστός· «Ἐὰν δὲν νίψω τοὺς πόδας σου δὲν ἔχεις μέρος μετ’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιγ’ 8). Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει· «Κύριε, ὄχι μόνον τοὺς πόδας μου νὰ νίψῃς, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν» (αὐτ. 9). Τοῦ λέγει ὁ Χριστός· «Ὁ λουόμενος δὲν ἔχει χρείαν νὰ νιφθῇ, ἀλλ’ εἶναι καθαρὸς ὅλος καὶ σεῖς καθαροὶ εἶσθε, ἀλλ’ ὄχι ὅλοι» (αὐτ. 10). Τοῦτον δὲ τὸν λόγον εἶπε διὰ τὸν Ἰούδαν, διότι ἦτο ἀκάθαρτος προδότης.