Τότε λέγει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς Μαθητάς του· «Μὲ μεγάλην ἐπιθυμίαν ἐπεθύμησα νὰ φάγω τοῦτο τὸ Πάσχα μαζί σας (Λουκ. κβ’ 15)· διότι θέλω νὰ σᾶς παραδώσω τὰ μεγάλα Μυστήρια τῆς Νέας Διαθήκης, διὰ νὰ λάβῃ τέλος ὁ παλαιὸς Νόμος». Ἐκεῖ δὲ ὅπου ἔτρωγαν, τοὺς λέγει· «Πολὺ εἶναι ἡ ψυχή μου λυπημένη ἕως θανάτου· εἷς ἀπὸ σᾶς μέλλει νὰ μὲ προδώσῃ» (Ματθ. κϛ’ 21, Μάρκ. ιδ’ 18, Λουκ. κβ’ 21, Ἰωάν. ιγ’ 21). Τοῦτο ἀκούσαντες οἱ Ἀπόστολοι ἤρχισαν νὰ λυπῶνται κατὰ πολλὰ καὶ ἔλεγον ἕκαστος ἐξ αὐτῶν πρὸς τὸν Χριστόν· «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;» (Ματθ. κϛ’ 22, Μάρκ, ιδ’ 19, Λουκ. κβ’ 28, Ἰωάν. ιγ’ 22). Προλέγει δὲ ὁ Κύριος ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁ Ἰούδας, διὰ νὰ τὸν διορθώσῃ· διότι μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖον εἶπεν, ἦτο ὡς νὰ ἔλεγεν· «Ὦ Ἰούδα, Θεὸν μέλλεις νὰ προδώσῃς· ὅστις γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων». Ἔβλεπον τότε ὁ εἷς τὸν ἄλλον οἱ Ἀπόστολοι καὶ διελογίζοντο περὶ τίνος λέγει τὸν λόγον. Ἦτο δὲ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης πεσμένος εἰς τὸ στῆθος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Πέτρος τοῦ κάμνει νεῦμα, διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις μέλλει νὰ κάμῃ τὴν προδοσίαν. Πεσὼν λοιπὸν ὁ ἠγαπημένος Μαθητής, ὁ Θεολόγος, εἰς τὸ στῆθος τοῦ Κυρίου, ὡς εἴπομεν, τοῦ λέγει· «Κύριε, ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις μέλλει νὰ σὲ προδώσῃ;» (Ἰωάν. ιγ’ 25). Ἀποκρίνεται ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέγει· «Ἐκεῖνος, ὅστις θέλει λάβει ἀπὸ τὴν χεῖρά μου τὸν ἄρτον βεβρεγμένον ἀπὸ τὸ ὑγρὸν τοῦ τρυβλίου» (Μάρκ. ιδ’ 20, Ἰωάν. ιγ’ 26). Παρευθὺς δὲ ἔβρεξε τὸν ἄρτον καὶ τὸν ἔδωσε τοῦ Ἰούδα. Εἶδε δὲ τοῦτο ὁ Ἰωάννης. Τότε ὁ κακότροπος Ἰούδας ἀπετόλμησε καὶ εἶπε· «Μήπως εἶμαι ἐγὼ ὁ προδότης, Διδάσκαλε;» (Ματθ. κϛ’ 25). Τοῦ λέγει ὁ Κύριος· «Σὺ τὸ λέγεις, σὺ τὸ γνωρίζεις» (αὐτόθι). Τοῦ λέγει πάλιν ὁ Κύριος· «Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (οὕτω συνήθιζε νὰ ὀνομάζῃ ἑαυτὸν ὁ Χριστὸς) ὑπάγει καθὼς εἶναι γεγραμμένον, ἀλλ’ ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θέλει προδοθῆ· καλλίτερον ἦτο δι’ αὐτὸν νὰ μὴ εἶχε γεννηθῆ» (Μάρκ. ιδ’ 21).
Ἴδετε εὐσπλαγχνίαν Δεσπότου! Ἴδετε τὴν θείαν Αὐτοῦ μακροθυμίαν! Τὸν ἐδίδασκε δηλαδή, τοῦ παρήγγελλε καὶ πρὸ τῆς μελλούσης κακουργίας τὸν ἐνουθέτει. Καὶ διὰ νὰ μὴ εἴπῃ τις, ὅτι δὲν ἠδύνατο ὁ Χριστὸς νὰ μεταστρέψῃ τὴν πέτρινην καρδίαν τοῦ Ἰούδα, δὲν τὸν ἤλεγξε, δὲν τὸν ἐφανέρωσε, φυλάττων τὸ ἐκείνου αὐτεξούσιον ἐλεύθερον· διότι τοιοῦτον εἶναι τὸ θεῖον κρῖμα. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ἔμενεν ἀδιόρθωτος.