καὶ τώρα ᾄδω τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόν, κατὰ τὸν Προφητάνακτα, μὲ τὸ ὁποῖον εὐαγγελίζομαι τὴν σωτηρίαν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ᾠκονόμησε γενόμενος ἄνθρωπος, σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς ἡ δὲ ἰδική σου θεὰ θὰ ἵσταται ὡς ὁ ὄνος ἔναντι τοῦ αὐλοῦ, κατὰ τὴν παροιμίαν, μὲ τὸ νὰ εἶναι ὅλως διόλου ἄψυχος καὶ ἀναίσθητος».
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Μαξιμιανὸς ἔγινεν ὅλως διόλου θηρίον ἀπὸ τὸν θυμόν του ἐναντίον τοῦ Μάρτυρος, καὶ διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν σκληρότερα ἀπὸ πρωτύτερα τόσον, ὥστε, ὡς εἶπε, νὰ σαλευθοῦν αἱ ἀρθρώσεις καὶ αἱ συνδέσεις τῶν ὀστῶν του μὲ τὴν βάσανον ταύτην καὶ νὰ διαλυθοῦν ἅπασαι αἱ ἁρμονίαι τοῦ σώματός του, καὶ νὰ ἐκχυθοῦν τὰ ἐντόσθιά του ὅλα ὡς τὸ ὕδωρ. Ἔπειτα διέταξε μὲ μίαν φοβερὰν ἀπειλὴν νὰ ἀνάψουν πυράν, ἐντὸς τῆς ὁποίας νὰ ρίψουν ὅ,τι λείψανον ἤθελεν ἀπομείνει ἀπὸ τὰ μέλη του μετὰ τὴν σκληροτάτην μαστίγωσιν, διὰ νὰ κατακαῇ καὶ νὰ μὴ ἀπολαύσῃ οὔτε τὴν ταφὴν τὴν ὁποίαν ἀπολαμβάνουν κοινῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
Ταῦτα διέταξεν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ ὅλα ἐγένοντο· καὶ μὲ τὰς φοβερὰς πληγάς, τὰς ὁποίας ἔδιδον οἱ δήμιοι εἰς τὸν Μάρτυρα μὲ τὰς μάστιγας, ἔπιπτον αἱ σάρκες του εἰς τεμάχια καὶ ἀπεγυμνώνετο ἡ ἐσωτερικὴ τοῦ σώματός του διάπλασις, ὥστε νὰ φαίνωνται τὰ ἐντόσθιά του. Ὁ δὲ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὴς ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο ἐντὸς ὡραιοτάτου τινὸς κήπου ἢ χλοεροῦ τινος λειμῶνος κόπτων ἄνθη ἐαρινά· ἐπάνω δὲ εἰς τὴν χαρὰν αὐτὴν καὶ ἀγαλλίασιν παρέδωκεν ὁ μακάριος τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως δὲ ἤναψαν οἱ δήμιοι τὴν πυράν· καὶ καθὼς ἡ φλὸξ αὐτῆς ἀνέβαινεν ὑψηλά, αἴφνης μιὰ φοβερὰ βροντὴ ἠκούσθη, ἡ ὁποία ἐπροξένησε φρίκην εἰς τοὺς παρεστῶτας καὶ τρόμον, καὶ συγχρόνως μιὰ δυνατὴ βροχὴ μὲ χάλαζαν κατέπεσεν, ἡ ὁποία τοὺς δημίους διεσκόρπισε καὶ ἐγένοντο ἄφαντοι.
Οἱ δὲ φιλομάρτυρες καὶ μάλιστα οἱ πλέον θερμότεροι καὶ ἐπισημότεροι ἀπο τοὺς Χριστιανούς, εὑρόντες εὐκαιρίαν κατάλληλον, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἠμπόδιζε κανεὶς πλέον οὔτε τοὺς ἔβλεπε, μετὰ πολλῆς χαρᾶς περισυνέλεξαν τὰ μαρτυρικὰ λείψανα.