Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΣΩΖΟΝΤΟΣ.

ἀλλ’ ἀμέσως μία μεγάλη καὶ ὀξυτάτη ὁρμὴ καὶ προθυμία εἰσέδυσεν εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ εἷς πόνος τόσον δριμὺς τὸν ἐκυρίευσεν ὅλον, ὥστε ἐλθὼν πλησίον εἰς τὸν ναὸν ἐκείνων τῶν ἀσεβῶν, εἰς τὸν ὁποῖον ἵστατο τὸ χρυσοῦν ἄγαλμα, κατέθραυσεν ἀμέσως τὴν χρυσῆν δεξιὰν χεῖρα του, καὶ ἀφοῦ τὴν ἐπώλησεν εἰς τοὺς χρυσοχόους ἀντὶ μεγάλης ἀξίας, ἐμοίρασεν ὅλα τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔλαβεν, εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς τῆς πόλεως ἐκείνης.

Εἰς τὴν πρᾶξιν ταύτην προέβη ὁ μακάριος Σώζων κρυφίως, χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν διόλου οἱ νεωκόροι, οἱ ὁποῖοι ἰδόντες τὸν ἀκρωτηριασμὸν τοῦ ἀγάλματος, ἤρχισαν πάραυτα νὰ συλλαμβάνουν πολλοὺς ἀνθρώπους ἀθῴους, οἵτινες δὲν εἶχον διαπράξει τὸ ἔργον αὐτό, καὶ τοὺς ἔσυρον εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἐνόχους τῆς ἱεροσυλίας διὰ νὰ δικασθοῦν καὶ τιμωρηθοῦν, τοὺς ὁποίους ἐθεώρησαν ὡς πλέον μιαρωτάτους ἀπὸ τοὺς κακούργους ὅλους, ὅσους εἶχον κεκλεισμένους εἰς τὸ δεσμωτήριον, ἐπειδὴ δῆθεν εἶχον διαπράξει μίαν μεγάλην ἱεροσυλίαν καὶ εἶχον βλάψει τοῦ θεοῦ των τὸ ἄγαλμα. Δὲν ἤθελε δὲ οὐδεὶς νὰ ἔλθῃ εἰς βοήθειαν τῶν δυστυχῶν ἐκείνων ἀθῴων, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἦσαν φίλοι των τοὺς ἀπεστρέφοντο, καὶ οἱ δεσμοφύλακες ἀκόμη· διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον φερόμενοι οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἐνόμιζον ὅτι θὰ φανοῦν εὐχάριστοι εἰς τὸν θεόν των, ἐὰν μὲ σκληρότητα ἤθελον φερθῆ πρὸς τοὺς συλληφθέντας. Ἀλλ’ ὅμως ὁ γενναῖος ἀθλητὴς Σώζων, ἐπιθυμῶν νὰ παρουσιασθῇ καὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν εὐσέβειαν, ἀπολύσῃ δὲ οὕτω καὶ σώσῃ τοὺς ἀθῴους ἐκείνους ἀνθρώπους, οἵτινες δὲν ἤξευρον οἱ ταλαίπωροι κανὲν ἀπὸ τὰ συμβάντα, ἐμφανίζεται εἰς τοὺς νεωκόρους καὶ ἀναγγέλλει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ αὐτουργὸς τῆς πράξεως, διὰ τῆς ὁποίας ἀφήρεσε τὴν χρυσῆν χεῖρα τοῦ ἀγάλματος.

Ἀκούσαντες αὐτὰ οἱ νεωκόροι τὸν συνέλαβον ἀμέσως καὶ τὸν ἔφεραν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς Κιλικίας Μαξιμιανόν, ὅστις ἐδείκνυε μεγάλην σπουδὴν διὰ τὴν αὔξησιν καὶ ἐπικράτησιν τῆς ἀσεβείας, ἐκτελῶν αὐστηρῶς τὸ βασιλικὸν διάταγμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐκδοθῆ ἐκείνας τὰς ἡμέρας. Οὗτος εἶχε διατάξει νὰ προσφέρουν μεγαλοπρεπῆ καὶ πολυδάπανον θυσίαν εἰς τὸ χρυσοῦν αὐτὸ ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον ἐτιμᾶτο εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην, θέλων μὲ τοῦτο νὰ φανερώσῃ ἐπιδεικτικῶς εἰς τὸ πλῆθος τὴν δεισιδαιμονίαν του, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὰ εἴδωλα, καὶ νὰ φανῇ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀρεστὸς εἰς τὸν βασιλέα.