Τῇ Ζ’ (7ῃ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΣΩΖΟΝΤΟΣ.

Οὔτε καμμίαν φωνὴν ἄφησε, οὔτε ἐπροσκάλεσε κανένα εἰς βοήθειάν του, οὔτε ἐὰν ἤθελε πάθει καὶ τὸ πλέον ἀπὸ ὅλα ἀθλιώτερον ἦτο ἱκανὸς νὰ διαμαρτυρηθῇ. Πρόσεξε λοιπόν, ὦ ἡγεμών, μήπως μὲ τὸ νὰ τιμᾷς καὶ νὰ πλάττῃς καὶ κατασκευάζῃς ἑκάστην ἡμέραν θεούς, καὶ νὰ μεταπλάττῃς ἄλλους, πρόσεξε, λέγω, μήπως οὕτω πράττων, κάμνεις χειροτεχνίαν τὴν δημιουργίαν τῶν θεῶν». Τότε ὁ Μαξιμιανός, ἀναβράσας ἀπὸ τὸν θυμόν του, παρέδωκε τὸν Μάρτυρα εἰς πικρὰς τιμωρίας καὶ φοβερὰ βασανιστήρια. Καὶ κατὰ πρῶτον μὲν ἔξεσαν τὸ σῶμα του μὲ σιδηροὺς ὄνυχας· ἡ δεινοτάτη δὲ αὕτη βάσανος ἔφθανε μέχρι τῶν ὀστῶν τοῦ Μάρτυρος, ὅστις ἐπεκαλεῖτο τὴν βοήθειαν καὶ συμμαχίαν τοῦ Θεοῦ, μὲ μεγάλην ἱλαρότητα καὶ ἀπάθειαν ὑπομένων τὴν σκληρὰν αὐτὴν τιμωρίαν ὡσὰν νὰ εἶχε τὸ σῶμα του ἀπὸ σίδηρον καὶ διέμενεν ἀπαθέστερος καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς ξέοντας.

Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἤρχισε νὰ μεταχειρίζηται ἄλλα διαφόρου εἴδους βασανιστήρια, καὶ διέταξε νὰ φορέσουν εἰς τὸν Ἀθλητὴν ὑποδήματα, τὰ ὁποῖα εἶχον ἐντὸς καρφία σιδηρᾶ καὶ νὰ τὸν ἀναγκάζουν νὰ βαδίζῃ. Ἐκεῖνος δὲ ὁ μακάριος, μὴ αἰσθανόμενος διόλου τὸν πόνον, ἔτρεχεν ὡς νὰ ἐπατοῦσεν ἐπάνω εἰς ρόδα· καὶ καθὼς ἔβλεπε νὰ τρέχουν ἀπὸ τοὺς κατατρυπηθέντας πόδας του ἄφθονα αἵματα, ἐνόμιζεν ὁ ἀοίδιμος ὅτι περιβρέχεται ἀπὸ κανὲν εὐχάριστον καὶ γλυκύτατον ὕδωρ, τοὺς δὲ χλευασμοὺς τοῦ τυράννου καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν παρεστώτων ἐθεώρει ὡς εὐφημίας του καὶ ἐγκώμια, καὶ ἐφαίνετο ὅτι εἶναι στολισμένος ὁ Ἀθλητὴς μὲ τὸ αἷμα καλύτερον καὶ εὐμορφότερον ἀπὸ ὅ,τι ἦτο ἐστολισμένος ὁ ἡγεμὼν μὲ τὴν χλαμύδα τοῦ ἀξιώματός του. Εἶτα ἤρχισε καὶ ὁ ἡγεμὼν νὰ τὸν ἐμπαίζῃ καὶ τοῦ ἔλεγεν· «Αὔριον ὅταν θὰ ἐξέλθῃ ἡ θεά, νὰ παίξῃς τὸν αὐλόν, ὦ Σῶζον, καὶ σοῦ ὁρκίζομαι ὅτι αὐτὴ ἡ ἰδία θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ εὐθὺς ἀπὸ πᾶσαν τιμωρίαν καὶ ποινήν, καὶ θὰ σὲ ἀθῳώσῃ ἀπὸ τὸ ἔγκλημά σου, τὸ ὁποῖον ἐναντίον της διέπραξας».

Πρὸς ταῦτα ὁ Μάρτυς ἀπήντησε· «Σὺ μὲν λέγεις αὐτὰ εἰς ἐμπαιγμον καὶ χλεύην ἰδικήν μου, μὲ τὸ νὰ σὲ παρακινῇ εἰς αὐτὸ ὁ κακὸς δαίμων, τὸν ὁποῖον φέρεις εἰς τὰ σπλάγχνα σου ἐγὼ δέ, γνώριζε, ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸ μεγάλον καλόν, τὸ ὁποῖον ἠξιώθην νὰ ἀπολαύσω, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, ἔπαιξα μὲ χαρὰν τὸν αὐλόν μου εἰς ἕνα ἀγρὸν ὅπου ἐσύναζα τὰ πρόβατά μου εἰς βοσκήν, καλέσας αὐτὰ μὲ τοῦ αὐλοῦ τὸν ἦχον,