Καθίσας ὅθεν ὁ ἡγεμὼν ἐπὶ βήματος ὑψηλοῦ, διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν Μάρτυρα, πρὸς τὸν ὁποῖον μὲ πᾶσαν σοβαρότητα καὶ ὑπερηφάνειαν καὶ μὲ ἕνα πολὺ ὑπερφίαλον βλέμμα λέγει· «Πῶς ὀνομάζεσαι, ποία εἶναι ἡ θρησκεία σου καὶ ἀπὸ ποίαν χώραν εἶσαι;». Ὁ δὲ Μάρτυς ἀπήντησεν· «Οἱ μὲν γονεῖς μου, ὅταν ἐγεννήθην, Ταράσιον μὲ ὠνόμασαν, ἀλλὰ εἰς τὸ θεῖον Βάπτισμα μὲ μετωνόμασαν Σώζοντα· πατρίς μου δὲ εἶναι ἡ Λυκαονία, διότι ἐκεῖ ἐγεννήθην· εἰς δὲ τὴν πίστιν εἶμαι Χριστιανὸς καὶ τὸν Χριστὸν μόνον τὸν ἀληθινὸν Θεὸν προσκυνῶ καὶ λατρεύω, ὁ ὁποῖος ἔκτισε, τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Ἠρώτησε τότε ὁ Μαξιμιανός· «Ποία ἀφορμὴ σὲ ἔφερεν ἐδῶ εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν;». Ἀπήντησεν ὁ Σώζων· «Ποιμαίνω μίαν ποίμνην προβάτων καὶ περιέρχομαι τὸν τόπον πρὸς βοσκὴν αὐτῶν· ὁποιονδήποτε δὲ μέρος μὲ χλόην ἄφθονον καὶ μὲ ὕδατα διαυγῆ, τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι κατάλληλον πρὸς βοσκὴν εὕρω, εἰς κάθε καιρὸν τοῦ χρόνου, εἰς αὐτὸ ὁδηγῶ καὶ τὰ πρόβατά μου νὰ βοσκήσουν». Λέγει ὁ Μαξιμιανός· «Πῶς ἐτόλμησες νὰ διαπράξῃς μίαν τόσον μεγάλην ἀσέβειαν καὶ νὰ ἀφαιρέσῃς τὴν δεξιὰν χεῖρα τοῦ θεοῦ;».
Εἰς ταῦτα ἀποκριθεὶς ὁ Σώζων εἶπεν· «Ὅτι μὲν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔπραξα δὲν εἶναι κανὲν τολμηρὸν ἔργον οὔτε τις θὰ ἤθελε τὸ θεωρήσει ὡς ἔγκλημα, μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ ὁ ἰδικός σου θεὸς τὸ μαρτυρεῖ· διότι αὐτὸς οὔτε καμμίαν ὀργὴν ἔδειξεν ἐναντίον μου, ὅταν τοῦ ἀφῄρεσα τὴν χεῖρα, οὔτε ὁμιλεῖ κἂν ὅλως οὔτε ἀγανακτεῖ, διότι ἔπαθέ τινα δεινὴν ὕβριν καὶ καταισχύνην· ἀλλ’ οὔτε ὑβρισθεὶς ἐποίησε κακόν τι εἰς ἐμὲ τὸν ὑβρίσαντα αὐτόν· ἐὰν δὲ ἴσως ἐπὶ τέλους ἤθελε λάβει φωνήν, μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτὸς περισσότερον θὰ ἐγκαλέσῃ σᾶς καὶ φανερὰ θὰ σᾶς κατηγορήσῃ, ὅτι ἀφήσατε τὸν Δημιουργὸν τῶν ὅλων καὶ πρὸς τὴν ἄψυχον ὕλην, λίθους καὶ ξύλα καὶ μέταλλα στραφέντες, αὐτὰ νομίζετε θεὸν καὶ αὐτὰ λατρεύετε, καὶ ἐφάνητε τῷ ὄντι ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες πρὸς τὸν εὐεργέτην».
Λέγει ὁ ἡγεμών· «Ἐὰν ἀληθινὰ θέλῃς, ὄχι μόνον νὰ λάβῃς συγχώρησιν δι’ ὅπερ ἔπραξας, ἀλλὰ προσέτι καὶ ἀμοιβὰς μεγάλας, ἄφησε αὐτὰς τὰς φλυαρίας καὶ σῶσον, Σῶζον, τὸν ἑαυτόν σου, ἐλθὲ νὰ προσκυνήσῃς τοὺς θεούς». Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε· «Καὶ πῶς δὲν θὰ εἶμαι ἐγὼ πολὺ περισσότερον ἀναισθητότερος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν θεόν σας, ἀφοῦ θὰ προτιμήσω νὰ τιμῶ αὐτόν, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν ἑαυτόν του δὲν ἠδυνήθη νὰ ὑπερασπίσῃ, ὅταν κατῃσχύνθη ἀπὸ ἐμέ;